Ο εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη (Ν. 3231/2004) και οι επιπτώσεις του στον εκλογικό ανταγωνισμό

Γιάννης Μαυρής – Γιώργος Συμεωνίδης*

Εισαγωγή(1)

Ο εκλογικός νόμος αποτελεί μια βασική παράμετρο του εκλογικού ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων, καθώς συνιστά το μηχανισμό, που μετατρέπει την εκλογική επιρροή κάθε κόμματος, σε κοινοβουλευτική επιρροή εδρών. Στις βουλευτικές εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 εφαρμόστηκε, για πρώτη φορά, ο εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη (N.3231/2004)(2). Στο διάστημα που προηγήθηκε των εκλογών του 2007, διεξήχθη μια δημόσια συζήτηση, με κύρια θέματα τις προϋποθέσεις εξασφάλισης της αυτοδυναμίας του 1ου κόμματος και την τακτική που έπρεπε να ακολουθηθεί από τα δύο κόμματα διακυβέρνησης(3). Στα πλαίσια αυτής της συζήτησης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η ανάλυση της επίδρασης, που άσκησε ο εκλογικός νόμος στον εκλογικό ανταγωνισμό και η αναζήτηση της τακτικής, που αυτός επέβαλε στα κόμματα, για την επίτευξη των στόχων τους.

1. Οι προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της αυτοδυναμίας

Ο πρωταρχικός «τεχνικός» στόχος του νόμου Σκανδαλίδη είναι να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, εις βάρος του 2ου, κάτι που συμβαίνει σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Με βάση την (πραγματική) εκλογική ιστορία της μεταπολίτευσης, ο ισχύων εκλογικός νόμος θα οδηγούσε, σε όλες τις περιπτώσεις, σε αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, με εξαίρεση τις μεταβατικές εκλογές του 1977 (πίνακας 1). Αξίζει να σημειωθεί, ότι εάν ο νόμος 3231/2004 ίσχυε το 1989-90, η πολιτική κρίση θα είχε αποφευχθεί(4).
Η αυτοδυναμία του 1ου κόμματος εξασφαλίζεται με το πριμ των 40 εδρών. Σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο, όποιο κόμμα προηγείται, έστω και με μια ψήφο διαφορά, κερδίζει 40 έδρες παραπάνω από το δεύτερο κόμμα. Το μείζον ερώτημα κάθε εκλογικής αναμέτρησης γίνεται, πλέον, το ποιο κόμμα προηγείται, απλώς, και όχι με πόση διαφορά. Συνεπώς, η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων, ενώ είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τις πολιτικές εντυπώσεις, δεν έχει καμία σημασία, από την «τεχνική» πλευρά του εκλογικού νόμου. Η παραπάνω παρατήρηση αποδεικνύει, ότι η συζήτηση για την περίφημη «ψαλίδα», πριν τις εκλογές του 2004 και του 2007, υπήρξε εξαιρετικά υπερεκτιμημένη.
Αντιθέτως, η μοναδική παράμετρος που καθορίζει την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, εκτός φυσικά από το δικό του ποσοστό, είναι το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής. Η επίδραση αυτής της παραμέτρου γίνεται εύκολα αντιληπτή στον πίνακα 2. Η αύξηση, κατά 1%, του ποσοστού των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής, μειώνει, κατά 0,5%, εκείνο το ποσοστό, που εξασφαλίζει στο 1ο κόμμα την αυτοδυναμία. Το 42,5% είναι το ποσοστό που εξασφαλίζει την αυτοδυναμία ακόμα και στις πιο οριακές συνθήκες. (Οι έδρες του 1ου κόμματος μπορεί να είναι και μια παραπάνω από αυτές που αναφέρονται στον πίνακα, ανάλογα με τα υπόλοιπα των κομμάτων, στη διαδικασία καθορισμού των εδρών του συνόλου των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή, βλ.N.3231/2004, άρθρο 6§1). Το προηγούμενο συμπέρασμα αποδεικνύει, ότι διάφορες απόψεις, που είχαν διατυπωθεί προεκλογικά, οι οποίες συνέδεαν την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, με τον αριθμό των κομμάτων που θα κατάφερναν να εκπροσωπηθούν στη Βουλή, ή με την επικράτηση του 1ου κόμματος σε συγκεκριμένες περιφέρειες, ήταν εντελώς λανθασμένες.
Κατά συνέπεια, ο σημαντικότερος παράγων που καθορίζει την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος -μια συζήτηση που εύλογα ανοίγει σε κάθε εκλογική αναμέτρηση-, είναι η εκτίμηση της αθροιστικής επιρροής των μικρότερων κομμάτων (των λεγόμενων «λοιπών»), που δεν υπερβαίνουν το εκλογικό «κατώφλι» του 3%. Αυτός είναι και ο παράγοντας που, στις διάφορες αναλύσεις που έγιναν για αυτό το θέμα στην περίοδο που προηγήθηκε των εκλογών και ιδιαίτερα την άνοιξη του 2007, διαφοροποίησε τις εκτιμήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων, σχετικά με τη σύνθεση της επόμενης Βουλής (πίνακας 3).
Με βάση την εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue, η αυτοδυναμία του 1ου κόμματος θεωρήθηκε, σχεδόν σίγουρα, εξασφαλισμένη. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη στηριζόταν στην εκτίμηση, ότι το συνολικό ποσοστό των «λοιπών» κομμάτων θα προσέγγιζε το 3%. Αντίθετα, πολλοί αναλυτές και δημοσκόποι ισχυρίστηκαν, ότι η εξασφάλιση της αυτοδυναμίας δεν ήταν σίγουρη, στηριζόμενοι στην πρόβλεψη, ότι το συνολικό ποσοστό των μικρότερων κομμάτων (που δεν περνούσαν το εκλογικό κατώφλι), θα ήταν ιδιαίτερα χαμηλό. Όμως, η εκτίμηση αυτή, η οποία έδινε στα «λοιπά» κόμματα συνολική επιρροή μικρότερη του 2%, δεν ήταν σύμφωνη με την ιστορικά αποδεδειγμένη εκλογική συμπεριφορά και, επιπλέον, δεν λάμβανε υπόψη της, τη γνωστή, από τη θεωρία των δημοσκοπήσεων, υποεκτίμηση των μικρότερων κομμάτων στις τηλεφωνικές έρευνες.

Πράγματι, από τον πίνακα 1, προκύπτει, ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο, με εξαίρεση το «έκτακτο» 1977, το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων, που δεν υπερέβησαν το όριο του 3%, δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 2%. Ακόμη και το Νοέμβριο του 1989, σε συνθήκες εξαιρετικής πόλωσης, προσέγγισε το 2,1%, όταν ο δικομματισμός άθροισε 86,9%. Οι εκλογές του 2007 δικαίωσαν τελικά την εκτίμηση της Public Issue, καθώς τα «Λοιπά κόμματα» έφθασαν συνολικά το 3,1%. Αυτό το ποσοστό επέτρεψε στη ΝΔ, αν και συγκέντρωσε 41,8%, δηλαδή το δεύτερο μικρότερο ποσοστό που πέτυχε το 1ο κόμμα μετά την μεταπολίτευση, να κερδίσει 152 έδρες και να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση(5).

2. Η «αποσταθεροποιητική» λειτουργία του νόμου

Ο εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη εξασφαλίζει μεν αυτοδυναμία (έστω και οριακή) στο 1ο κόμμα, ακόμα και με σχετικά μικρά ποσοστά εκλογικής επιρροής, ενδέχεται, ωστόσο, να αποδυναμώνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του 1ου κόμματος. Π.χ., ακόμη και ο Κ.Καραμανλής, τη στιγμή της μεταπολίτευσης, αντί για 219 έδρες, θα εξασφάλιζε μόνο 184 (πίνακας 1). Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι η ΝΔ το 1977 και το ΠΑΣΟΚ το 1996, έχοντας λάβει σχεδόν το ίδιο ποσοστό, με αυτό που κατέγραψε η ΝΔ στις εκλογές του 2007, κέρδισαν 172 και 162 έδρες, αντίστοιχα, δηλαδή εξασφάλισαν άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σε αντίθεση με την οριακή αυτοδυναμία που πέτυχε η ΝΔ το 2007 (πίνακας 1). Με δεδομένη την προηγούμενη διαπίστωση, ο νόμος εμφανίζεται να λειτουργεί «αποσταθεροποιητικά». Και τούτο, διότι με βάση τη μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία του κοινοβουλευτισμού στη μεταπολίτευση, είναι η πρώτη φορά, με εξαίρεση το 1989-90, που το πρώτο κόμμα κλήθηκε να κυβερνήσει με λιγότερες από 158 έδρες (πίνακας 1). Η εκτίμηση, εντούτοις, ότι 152 έδρες οδηγούν, «αυτομάτως», σε ακυβερνησία δεν είναι αυτονόητη. Το γεγονός της «ισχνής» πλειοψηφίας αποτελεί μεν για τα ελληνικά δεδομένα καινοτομία, δεν συνιστά, όμως, «εξ’ ορισμού» ένδειξη «αδυναμίας», ούτε είναι κατ΄ ανάγκην αρνητική. Η αδυναμία, ή η ικανότητα ενός πολιτικού κόμματος να ασκεί διακυβέρνηση και να ηγεμονεύει πολιτικά, ουδέποτε υπήρξε αριθμητικό πρόβλημα.

3. Η αντιμετώπιση των κομματικών συμμαχιών

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Ν.3231/2004, οι συνασπισμοί κομμάτων συμμετέχουν σε όλη τη διαδικασία κατανομής των εδρών, σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο (νόμος Κούβελα – Ν.1907/1990), που απέκλειε τους συνασπισμούς κομμάτων από την τρίτη κατανομή. Όμως, ο ισχύων εκλογικός νόμος ευνοεί, στην πραγματικότητα, μόνον εκείνες τις συμμαχίες που μπορούν να επικρατήσουν, έστω και με μια ψήφο διαφορά, των αντίπαλων κομματικών σχηματισμών και κατ’ επέκταση να ασκήσουν διακυβέρνηση. Συνεπώς, ευνοεί μόνο εκείνες τις συμμαχίες που εκλογικά έχουν προοπτικές νίκης και πολιτικά στηρίζονται σε προγραμματικές συγκλίσεις, ικανές να δώσουν βιώσιμες κυβερνήσεις. Τάση, που στο πολιτικό σκηνικό του 2007 δεν ήταν ορατή.

4. Οι προοπτικές του 2ου κόμματος

Ο Ν.3231/2004 αποδυναμώνει το 2ου κόμμα, όπως άλλωστε και ο προηγούμενος. Η αποδυνάμωση γίνεται σήμερα με τη μεγαλύτερη αναλογικότητα και, κυρίως, με το πριμ των 40 εδρών του 1ου κόμματος, σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο, που αποδυνάμωνε το 2ο κόμμα, μέσω του μηχανισμού της εξομάλυνσης. Η αποδυνάμωση είναι τώρα αριθμητικά μεγαλύτερη: το 2ο κόμμα έχει σήμερα πάντα λιγότερες έδρες από ό,τι προηγουμένως(6). Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι ο νόμος αποδυναμώνει, πολιτικά, το ρυθμιστικό ρόλο του 2ου κόμματος, καθώς δεν μπορεί ουσιαστικά ποτέ να αποκτήσει τον κρίσιμο αριθμό των 121 εδρών. Συνεπώς, δεν μπορεί να προκαλέσει εκλογές, στη διάρκεια ενός εκλογικού κύκλου, με αφορμή, πχ. την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 2ο κόμμα, ακόμα και με 43%, θα ελάμβανε στην καλύτερη περίπτωση μόνο 116 έδρες.

5. Η τακτική των δύο μεγάλων κομμάτων

Ο νόμος επηρεάζει (αυτονόητα) και την εκλογική τακτική των δύο μεγάλων κομμάτων:
Α) Στις εκλογές του 2007, η ΝΔ εξασφάλισε μια «ισχνή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία 152 εδρών, κερδίζοντας το 41,8% των εγκύρων ψήφων. Σημαντική αύξηση των εδρών της θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μόνο με την συμπίεση ενός μικρότερου κόμματος, σε τέτοιο βαθμό, που θα το οδηγούσε κάτω από το όριο του 3%. Υπό τις δεδομένες παραταξιακές συγγένειες, το κόμμα αυτό θα μπορούσε να είναι ο ΛΑΟΣ. Από τον πίνακα 4 (σενάριο 1) προκύπτει, ότι η συμπίεση του ΛΑΟΣ, κάτω από το 3%, θα έδινε στη ΝΔ σχετικά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, περίπου 158 εδρών. Από την άλλη πλευρά, εάν η ΝΔ κέρδιζε το ίδιο ποσοστό (42,7%), με αυτό που προβλέπει το σενάριο 1, αλλά η αύξηση 0,9% γινόταν εις βάρος του 2ου κόμματος (ΠΑΣΟΚ), θα κέρδιζε 155 έδρες. Συνεπώς, η συμπίεση ενός μικρότερου κόμματος, κάτω από το όριο του 3%, θα ωφελούσε τη ΝΔ περισσότερο από την συμπίεση του 2ου κόμματος.
Β) Ο εκλογικός νόμος περιέχει μια εγγενή αντίφαση που πλήττει το 2ο κόμμα. Το δεύτερο κόμμα, στην προσπάθειά του να ενισχύσει τις δυνάμεις του και να συμπιέσει τα μικρότερα κόμματα, υπέρ του, στην ουσία ωφελεί το πρώτο κόμμα! Πράγματι, το ΠΑΣΟΚ κέρδισε στις εκλογές του 2007 το 38,1% των εγκύρων ψήφων και 102 έδρες. Η αύξηση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε αποσπώντας ψήφους από τη ΝΔ, είτε συμπιέζοντας κάποια από τα μικρότερα κόμματα. Στην πρώτη περίπτωση, η αύξηση της επιρροής του θα ήταν δυνατόν να το είχε οδηγήσει σε εκλογική νίκη και, κατά συνέπεια, στο σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης. Στη δεύτερη περίπτωση και πάλι υπό τις δεδομένες παραταξιακές συγγένειες, το κόμμα που θα μπορούσε να συμπιέσει ευκολότερα το ΠΑΣΟΚ είναι ο ΣΥΝ. Ωστόσο, από τον πίνακα 4 (σενάριο 2) προκύπτει, ότι η συμπίεση του ΣΥΝ, κάτω από το 3%, θα ευνοούσε κυρίως τη ΝΔ! Όπως φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ θα κέρδιζε 9 έδρες, φθάνοντας τις 111, αλλά η ΝΔ, κερδίζοντας 4 έδρες, θα κατακτούσε σχετικά άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 156 εδρών. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το σενάριο 3 του πίνακα 4. Η αύξηση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, σε βάρος του ΣΥΝ, θα οδηγούσε τη ΝΔ στην αυτοδυναμία, παρά το γεγονός ότι η διαφορά του από τη ΝΔ θα ήταν μικρότερη από 0,5%!

6. Σύγκριση του Νόμου Σκανδαλίδη με το νόμο Κούβελα

Εάν οι εκλογές της τελευταίας 15ετίας είχαν πραγματοποιηθεί με τον νόμο Σκανδαλίδη, αντί του προηγούμενου νόμου Κούβελα, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί των κομμάτων δεν θα είχαν αλλάξει δραματικά, με εξαίρεση ίσως το 1996 (πίνακας 5). Τόσο ο εκλογικός νόμος Σκανδαλίδη (N.3232/2004), όσο και ο νόμος Κούβελα (Ν.1907/1990), μοιράζονται ένα βασικό χαρακτηριστικό: την σημαντική ενίσχυση του 1ου κόμματος (με το πριμ των 40 εδρών και την τρίτη κατανομή, αντίστοιχα). Στην πραγματικότητα, ο νόμος Σκανδαλίδη είναι αναλογικότερος του προηγούμενου νόμου, όμως, η αναλογικότητά του δεν είναι σταθερή. Ο προηγούμενος, είχε σταθερή αναλογικότητα 70%, ενώ η αναλογικότητα του νέου εξαρτάται από το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που παραμένουν εκτός Βουλής. Όμως, όπως προκύπτει από τη σύγκριση της κατανομής των εδρών στις εκλογές που εφαρμόσθηκε ο νόμος Κούβελα (1993, 1996, 2000 και 2004), με την κατανομή των εδρών που θα προέκυπτε στις ίδιες εκλογές, εάν εφαρμόζονταν ο νόμος Σκανδαλίδη, προκύπτει, ότι η μεγαλύτερη αναλογικότητα του νόμου Σκανδαλίδη ωφελεί τα μικρότερα κόμματα, σε βάρος των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ιδίως, σε βάρος του 2ου κόμματος. (πίνακας 5).
Από την –εκ των υστέρων- θεωρητική εφαρμογή του νόμου, προκύπτουν τρία βασικά συμπεράσματα, σχετικά με την επίδραση που θα είχε στον εκλογικό ανταγωνισμό της περιόδου 1993-2004: Πρώτον, με το νόμο Σκανδαλίδη, το 1ο κόμμα, στις εκλογές του 1993, θα κέρδιζε 2 έδρες λιγότερες, στις εκλογές του 1996, 8 έδρες λιγότερες, ενώ στις εκλογές του 2004, 1 έδρα λιγότερη. Μόνο στις εκλογές του 2000, το 1ο κόμμα θα επωφελείτο οριακά, κερδίζοντας 1 έδρα επιπλέον. Δεύτερον, στις τέσσερις προαναφερθείσες εκλογικές αναμετρήσεις, εάν είχε εφαρμοσθεί ο νόμος Σκανδαλίδη, αντί του νόμου Κούβελα, τα μικρότερα κόμματα θα κέρδιζαν, κατά μέσο όρο, 7,75 έδρες περισσότερες. Τρίτον, εάν είχε εφαρμοσθεί ο νόμος Σκανδαλίδη αποδυναμώνει περαιτέρω το 2ο κόμμα, καθώς αυτό θα κέρδιζε, κατά μέσο όρο, 5,25 έδρες λιγότερες, από αυτές που κέρδισε πραγματικά στις τέσσερις παραπάνω εκλογές (πίνακας 5).
Συμπερασματικά, η σημαντικότερη επίδραση του εκλογικού νόμου Σκανδαλίδη, είναι, ίσως, ότι μετατόπισε το κέντρου βάρους του πολιτικού σκηνικού στον ανταγωνισμό, μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, αφού η νίκη για το 2ο κόμμα εξασφαλίζεται, μόνον, αφαιρώντας ψήφους, άμεσα, από το 1ο κόμμα.

Οι πίνακες της ανάλυσης:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Ποσοστό (%) του πρώτου κόμματος, έδρες του πρώτου κόμματος και ποσοστό των μικρών κομμάτων, στις Βουλευτικές εκλογές της μεταπολίτευσης, 1974-2007

1974 1977 1981 1985 1989Ι 1989Ν 1990 1993 1996 2000 2004 2007
Ποσοστό % 1ου κόμματος 54,4 41,8 48,1 45,8 44,3 46,2 46,9 46,9 41,5 43,8 45,4 41,8
1ο κόμμα ΝΔ ΝΔ ΠΑΣΟΚ ΠΑΣΟΚ ΝΔ ΝΔ ΝΔ ΠΑΣΟΚ ΠΑΣΟΚ ΠΑΣΟΚ ΝΔ ΝΔ
Έδρες 1ου κόμματος 219 172 172 161 145 148 150 170 162 158 165 152
Έδρες 1ου κόμματος, με το Ν.3231/2004 184 149 171 163 159 162 167 168 154 159 164 152
Σύνολο κομμάτων <3% 2,2 0,89 5,1 3,4 3,5 2,1 4,2 4,4 5,2 4,8 4,9 3,1
Κυριότερο μικρό κόμμα εκτός βουλής ΕΔΕ ΚΠ ΕΠΕΝ ΕΠΕΝ ΕΠΕΝ ΝΑΡ ΣΥΝ ΠΟΛΑΝ ΔΗΚΚΙ ΛΑΟΣ ΟΙΚΟ-

ΛΟΓΟΙ

ΠΙΝΑΚΑΣ 2: ‘Εδρες του πρώτου κόμματος, με βάση το ποσοστό της εκλογικής επιρροής του και το αθροιστικό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων – Πριμ πρώτου κόμματος: 40 έδρες

Συνολικό ποσοστό κομμάτων <3%

Ποσοστό (%) 1ου κόμματος

1 1,5 2 2,5 3 3,5 4
46 160 161 162 162 163 163 164
45,5 159 160 160 161 161 162 163
45 158 158 159 160 160 161 161
44,5 156 157 158 158 159 159 160
44 155 156 156 157 157 158 159
43,5 154 154 155 156 156 157 157
43 152 153 154 154 155 155 156
42,5 151 152 152 153 153 154 155
42 150 150 151 152 152 153 153
41,5 148 149 150 150 151 151 152
41 147 148 148 149 149 150 151
40,5 146 146 147 148 148 149 149
40 145 145 146 146 147 147 148

ΠΙΝΑΚΑΣ 3: Εκτίμηση εδρών με βάση της δημοσκοπήσεις, Απρίλιος-Μάιος 2007 

Public Issue

Μάιος 2007

ΚΑΠΑ RESEARCH Απρίλιος 2007

MRB

Απρίλιος 2007

ALCO

Απρίλιος 2007

GPO

Απρίλιος 2007

Metron Analysis Απρίλιος 2007

Πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα 16/9/2007

(%)

ΕΔΡΕΣ (%) ΕΔΡΕΣ (%) ΕΔΡΕΣ (%) ΕΔΡΕΣ (%) ΕΔΡΕΣ

(%)

ΕΔΡΕΣ

(%)

ΕΔΡΕΣ
ΝΔ 42,5 154 41,6 150 41,8 151 43 157 40,6 149 42,4 151 41,8 152
ΠΑΣΟΚ 39,5 106 40,5 107 38,8 103 42,3 115 39,6 104 40,9 108 38,1 102
ΚΚΕ 6,5 18 7,9 21 8 21 7 19 8,1 21 8 21 8,2 22
ΣΥΝ 5 13 3,8 10 4,3 12 3,5 9 4,6 12 3,5 9 5 14
ΛΑΟΣ 3,5 9 4,4 12 4,9 13 2,8 5,1 14 4,1 11 3,8 10
ΛΟΙΠΑ

3

1,8 2,2 1,4 1 1,1 3,1

Σημείωση: Οι εκτιμήσεις των άλλων εταιρειών, πλην της Public Issue, δημοσιεύτηκαν στα ΝΕΑ στις 6/4/2007 

ΠΙΝΑΚΑΣ 4: Σενάρια για τις σχέσεις μεγάλων/μικρών κομμάτων 

Πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα 16/9/2007 Σενάριο 1

 (ΝΔ – ΛΑΟΣ)

Σενάριο 2

(ΠΑΣΟΚ – ΣΥΝ)

Σενάριο 3
Πριν Μετά
ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΔΡΕΣ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΔΡΕΣ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΔΡΕΣ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΔΡΕΣ ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΔΡΕΣ
ΝΔ 41,8 152 42,7 (+0,9) 158 (+6) 41,8 156 (+4) 41,5 150 41,5 153 (+3)
ΠΑΣΟΚ 38,1 102 38,1 105 (+3) 40,2 (+2,1) 111 (+9) 40,5 107 41,1 (+0,6) 112 (+5)
ΚΚΕ 8,2 22 8,2 23 (+1) 8,2 23 (+1) 8,5 22 8,5 23 (+1)
ΣΥΝ 5 14 5 14 2,9 (-2,1) 0 (-14) 3,5 9 2,9 (-0,6) 0
ΛΑΟΣ 3,8 10 2,9 (-0,9) 0 (-10) 3,8 10 4,5 12 4,5 12
ΛΟΙΠΑ 3,1 0 3,1 0 3,1 0 1,5 0 1,5 0

ΠΙΝΑΚΑΣ 5: Σύγκριση του Ν.Σκανδαλίδη (Ν.3231/2004) με το Ν.Κούβελα (Ν.1907/1990): Η εφαρμογή του νέου εκλογικού νόμου στις Βουλευτικές εκλογές της περιόδου 1993-2004 

1993 1996 2000 2004
ΠΟΣΟ-
ΣΤΑ
ΕΔΡΕΣ ΕΔΡΕΣ (ν.εκλ. νόμ.)
ΠΟΣΟ-
ΣΤΑ
ΕΔΡΕΣ ΕΔΡΕΣ
(ν.εκλ. νόμ.)
ΠΟΣΟ-
ΣΤΑ
ΕΔΡΕΣ ΕΔΡΕΣ

(ν.εκλ. νόμ.)

ΠΟΣΟ-
ΣΤΑ
ΕΔΡΕΣ ΕΔΡΕΣ

(ν.εκλ. νόμ.)

ΝΔ 39,3 111 107 38,1 108 105 42,7 125 117 45,4 165 164
ΠΑΣΟΚ 46,9 170 168 41,5 162 154 43,8 158 159 40,6 117 111
ΚΚΕ 4,5 9 12 5,6 11 15 5,5 11 15 5,9 12 16
ΣΥΝ 5,1 10 14 3,2 6 9 3,3 6 9
ΔΗΚΚΙ 4,4 9 12
ΠΟΛΑΝ 4,9 10 13
ΛΟΙΠΑ 4,4 5,2 4,8 4,9
Σύνολο εδρων μικρών κομ. 19
 25

(+6)

   30  41

(11)

   17  24

(+7)

   18  25

(+7)

Μέσος όρος εδρών μικρών κομ. 9,5 12,5 10 13,7 8,5 12 9 12,5
Απώλειες 2ου κόμ. -4

-3

-8

-6
Απώλειες 1ου κόμ. -2

-8

+1

-1

Υποσημειώσεις:

(1) Τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας μελέτης παρουσιάσθηκαν σε άρθρο, στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ. Βλέπε σχετικά, Μαυρής & Συμεωνίδης (2007).
(2)
Τον Ιανουάριο του 2008, η κυβέρνηση της ΝΔ τροποποίησε, εκ νέου, τον εκλογικό νόμο (Νόμος Παυλόπουλου, Ν. 3636/2008).
(3)
Βλέπε, ενδεικτικά, Λάμψιας (2007) και Νικολακόπουλος κ.α. (2007).
(4)
Σχετικά με τις πολιτικές στοχεύσεις του νόμου Σκανδαλίδη και το «σενάριο της δεξιάς παρένθεσης», που υπέθετε, βλέπε Σκανδαλίδης (2007) και Παπαδόπουλος, (2008).
(5)
Αξίζει να σημειωθεί, ότι η εκτίμηση των εδρών που έδωσε στη δημοσιότητα η Public Issue στις 31/8/2007 στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, τελευταία ημέρα δημοσιοποίησης αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, ήταν πολύ κοντά στην πραγματική. Η τελική εκτίμηση της Public Issue ήταν: ΝΔ 152, ΠΑΣΟΚ 101, ΚΚΕ 23, ΣΥΝ 13 και ΛΑΟΣ 11, ενώ η κατανομή των εδρών μετά τις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007 ήταν: ΝΔ 152, ΠΑΣΟΚ 102, ΚΚΕ 22, ΣΥΝ 14 και ΛΑΟΣ 10. Η επιτυχία αυτή οφείλονταν στην μεγάλη ακρίβεια της τελικής εκτίμησης της εκλογικής επιρροής των κομμάτων (ΝΔ 42, ΠΑΣΟΚ 38, ΚΚΕ 8,5 ΣΥΝ 5, ΛΑΟΣ 4). Βλέπε, σχετικά: http://www.publicissue.gr/publicissue/varometro-methodology/
(6)
Στις εκλογικές αναμετρήσεις των ετών 1993, 1996, 2000 και 2004, το δεύτερο κόμμα (που ήταν στις τρεις πρώτες περιπτώσεις η ΝΔ και στην τέταρτη το ΠΑΣΟΚ) κέρδισε 111, 108, 125 και 117 έδρες αντίστοιχα. Εάν οι παραπάνω εκλογές είχαν πραγματοποιηθεί με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο το δεύτερο κόμμα θα είχε κερδίσει 107, 105, 117 και 111 έδρες αντίστοιχα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Cotteret Jean-Marie & Claude Emeri (χ.χ.), Εκλογικά συστήματα, Αθήνα, εκδ.Ποντίκι.
  • Διαμαντόπουλος Θανάσης (2001), Εκλογικά Συστήματα: Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Αθήνα, εκδ.Πατάκη.
  • Farrel David (2001), Electoral Systems. A Comparative Introduction, NY, Palgrave.
  • Λάμψιας Π. (2007), «Παιχνίδια με τον εκλογικό νόμο», Ημερησία, 14-15/4/2007.
  • Lijphart Arend (1994), Electoral Systems and Party Systems, Oxford, Oxford University Press.
  • Μαυρής Γιάννης (1993α), «Χωρίς το πλεονέκτημα του εκλογικού νόμου», Καθημερινή της Κυριακής, 12/9/1993.
  • Μαυρής Γιάννης (1993β), «Παιχνίδια πολέμου με τον εκλογικό νόμο. Η επάνοδος στην ενισχυμένη αναλογική και οι ανεπιθύμητες παρενέργειές της», Καθημερινή της Κυριακής, 26/6/1993.
  • Μαυρής Γιάννης (1995α), «Η αυτοδυναμία με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο», Καθημερινή της Κυριακής, 12/2/1995.
  • Μαυρής Γιάννης (1995β), «Ο εκλογικός νόμος δεν αποτρέπει τις εξελίξεις στα κόμματα», Καθημερινή της Κυριακής, 8/10/1995.
  • Μαυρής Γιάννης. & Γιώργος Συμεωνίδης (2007), «Έξι απαντήσεις για τον νέο εκλογικό νόμο», Καθημερινή της Κυριακής, 27/5/2007.
  • Νικολακόπουλος Ηλίας (1989), Εισαγωγή στη θεωρία και την πρακτική των εκλογικών συστημάτων, Αθήνα, εκδ.Σάκκουλα.
  • Νικολακόπουλος Ηλίας, κ.α. (2007), «Ο εφιάλτης του 5ου κόμματος», Τα Νέα, 6-7/4/2007.
  • Παπαδόπουλος Π. (2008), «Το παρασκήνιο της αλλαγής Σκανδαλίδη», ΤΟ ΒΗΜΑ, 7/9/2008
  • Σκανδαλίδης Κώστας (2007), «Τα μυστικά του νέου εκλογικού νόμου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 7/1/2007

*Ο Γιώργος Συμεωνίδης είναι μαθηματικός (M.Sc), αναλυτής στατιστικών υποδειγμάτων. Επιστημονικός συνεργάτης της Public Issue από το 2001.