Βαρόμετρο, Μάιος 2004: Οι ιδιότυπες Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου: Εκλογές δεύτερης τάξεως, ή δεύτερος γύρος των Βουλευτικών εκλογών;

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Εκτός απροόπτου, για άλλη μια φορά, αλλά για πρώτη φορά σε αυτήν την έκταση, κριτήριο ψήφου των πολιτών στις Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν οι γνώμες για την εσωτερική πολιτική κατάσταση και όχι για τα ζητήματα της Ευρώπης. Σε σύγκριση με τις προηγούμενες πέντε (1981, 1984, 1989, 1994, 1999), η νέα ευρωεκλογική αναμέτρηση ενδέχεται να αποδειχθεί περισσότερο από οποιαδήποτε προηγούμενη η ολιγότερο διακριτή (ως προς το διακύβευμά της και τον εκλογικό της χαρακτήρα) από μια αντίστοιχη Βουλευτική. Υπο αυτήν την έννοια, ίσως δεν πρόκειται καν για εκλογές «δεύτερης τάξης», όπως παραδοσιακά έχει επικρατήσει να εκλαμβάνονται οι Ευρωεκλογές, αλλά για «δεύτερο γύρο» των τελευταίων Βουλευτικών εκλογών.Στο προεκλογικό πλαίσιο που αποτυπώνεται στο 3ο κύμα του Βαρόμετρου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ και του ΣΚΑΪ, τέσσερα στοιχεία δείχνουν να σταθεροποιούνται:
1) Το χαμηλό ενδιαφέρον των πολιτών για την επερχόμενη αναμέτρηση, που εξακολουθεί να κυμαίνεται σε οριακά επίπεδα της τάξης του 55% (διάγραμμα 1).
2) Η ύπαρξη μιας μικρής μεν αλλά υπαρκτής τάσης αποχής, ο «σκληρός πυρήνας» της οποίας (αυτοί δηλαδή που δηλώνουν ότι «σίγουρα» δεν θα προσέλθουν στις κάλπες) υπολογίζεται σήμερα με βάση το Βαρόμετρο της VPRC σε περίπου 7 εκατοστιαίες μονάδες (ή αθροιστικά, με αυτούς που «μάλλον δεν θα ψηφίσουν» σε 12% – διάγραμμα 2).
3) Το (αναμενόμενα) υψηλό ποσοστό «αναποφασίστων», σε επίπεδα που υπερβαίνουν το 40%, που προκύπτει σε όλες ανεξαιρέτως τις ερωτήσεις που χρησιμοποιούνται, εναλλακτικά ως προς την πρόθεση ψήφου, χωρίς -μέχρι στιγμής- να διαφαίνεται κάποια ουσιώδης τάση περιορισμού του (διάγράμματα 8 & 9).
4) Το ποσοστό εκείνων των εκλογέων, που προτίθενται -κατά δήλωση- να ψηφίσουν στις επερχόμενες Ευρωεκλογές διαφορετικά («άλλο κόμμα») από ό,τι έπραξαν στις πρόσφατες Βουλευτές (διάγραμμα 10). Αυτό το τμήμα του εκλογικού σώματος (10-12%, περίπου ο 1 στους 8 ψηφοφόρους) , μπορεί να θεωρηθεί και ως το κάτω όριο της μετακίνησης του εκλογικού σώματος στην προσεχή αναμέτρηση και το στοιχείο εκείνο που διαφοροποιεί τις Ευρωεκλογές από τις Βουλευτικές εκλογές.

Οι απαντήσεις στη συγκεκριμένη ερώτηση, κατά κομματική προτίμηση (διάγραμμα 11) μπορεί να θεωρηθούν ως εναλλακτικός δείκτης συσπείρωσης/συνοχής των κομμάτων, σε σχέση με τις πρόσφατες Βουλευτικές. Και αυτή η διερεύνηση επιβεβαιώνει τη δυσμενέστερη θέση εκκίνησης του ΠΑΣΟΚ ως προς τη ΝΔ: Ενώ το 85% των ψηφοφόρων της ΝΔ δηλώνει ότι θα ξαναψηφίσει στις Ευρωεκλογές το ίδιο κόμμα με εκείνο που ψήφισε και στις περασμένες Βουλευτικές, το αντίστοιχο ποσοστό για το ΠΑΣΟΚ περιορίζεται στο 76% και υπολείπεται της ΝΔ κατά 9 εκατοστιαίες μονάδες. Το 13% των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ και το 9% των ψηφοφόρων της ΝΔ που δηλώνει ότι θα ψηφίσει «διαφορετικά» στις Ευρωεκλογές μεταφράζεται σε περίπου 5 και 3 αντιστοίχως εκατοστιαίες μονάδες του εκλογικού σώματος, τάση που αν ισχύσει τελικώς θα έχει ως αποτέλεσμα τη σχετική διεύρυνση της διαφοράς των δύο κομμάτων.

Περιορισμένη πτώση του δικομματισμού;

Ωστόσο, λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα των νέων Ευρωεκλογών, η πτώση του δικομματισμού (του αθροιστικού ποσοστού των δύο μεγάλων κομμάτων διακυβέρνησης) που παρατηρείται παγίως στις Ευρωεκλογές, πιθανώς αυτήν τη φορά να αποδειχθεί περιορισμένη και να μην ακολουθήσει το παράδειγμα των ευρωεκλογικών αναμετρήσεων της περασμένης δεκαετίας (1994, 1999), όπου είχε υπερβεί το 15%. Ως προς αυτό το σημείο το Βαρόμετρο της VPRC παρέχει ενδιαφέροντα ευρήματα, σχετικά με τον εκλογικό ορίζοντα και τη «δυνητική κοινωνική απήχηση» των μικρότερων -πέραν του δικομματισμού- κομματικών σχηματισμών. Είναι ευνόητο, ότι η με αυτόν τον τρόπο διερεύνηση των προθέσεων του εκλογικού σώματος έχει απλώς ενδεικτική σημασία. Με βάση αυτά τα ευρήματα, και χωρίς ακόμη να έχει οριστικοποιηθεί ο κατάλογος των συνδυασμών που θα λάβουν μέρος στις εκλογές, προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη δυνητική εκλογική απήχηση εμφανίζει το ΚΚΕ, κόμμα το οποίο θα μπορούσε, υποθετικά, να υπερψηφίσει στις Ευρωεκλογές μέχρι και το 12% του εκλογικού σώματος (διάγραμμα 3). Αντιστοίχως, ο «δυνητικός εκλογικός ορίζοντας» του Συνασπισμού προσεγγίζει το 8%, του «οικολογικού ρεύματος» το 4%, του ΛΑΟΣ το 3%, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των «Κυνηγών» το 2% και τέλος του «Εθνικού Μετώπου» το 1%. Τα ποσοστά αυτά βεβαίως δεν αποτελούν εκτίμηση της πρόθεσης ψήφου για τα συγκεκριμένα κόμματα και ρεύματα, αλλά περισσότερο ένδειξη για την πιθανή σειρά κατάταξής τους. Ωστόσο, με βάση αυτές τις πάντοτε υποθετικές ερωτήσεις για τις διαθέσεις του εκλογικού σώματος απέναντι στις πέραν των κομμάτων διακυβέρνησης πολιτικές δυνάμεις, προκύπτει ένας περισσότερο ενδιαφέρον και χρήσιμος δείκτης Το ποσοστό των ερωτωμένων που δηλώνει ότι θα μπορούσε «σίγουρα» να ψηφίσει στις ερχόμενες Ευρωεκλογές έστω και ένα από τα μικρότερα κόμματα του κομματικού συστήματος ανέρχεται αθροιστικά σε 20% του συνόλου του δείγματος, δηλαδή ο 1 στους 5 εκλογείς (διάγραμμα 4). Το ποσοστό αυτό, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέτρο για τη συνολική εκλογική επιρροή των μικρότερων κομμάτων. Και αντιστρόφως, ως μια πιθανή ένδειξη για τα επίπεδα στα οποία είναι πιθανό να κινηθεί ο δικομματισμός στις Ευρωεκλογές (περί το 80%).

Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι ως προς τους δύο βασικούς δείκτες του πολιτικού κλίματος της αναμέτρησης (καταλληλότερος πρωθυπουργός – διάγραμμα 12) και παράσταση νίκης – διαγράμματα 13 & 14, διαπιστώνεται μια ελαφρά βελτίωση υπέρ του ΠΑΣΟΚ.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (16/05/2004), με τίτλο: “VPRC: Από χαμηλή βάση εκκινεί το ΠΑΣΟΚ”