Συνέντευξη του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ στην εφημερίδα “ΑΥΓΗ”: Σταθερή στροφή του εκλογικού σώματος προς τα αριστερά

Συνέντευξη του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

στον Ανδρέα Παπαδόπουλο

1) Μια χρονιά πολλές “πολιτικές χρονιές” η φετινή λόγω και των μεγάλων γεγονότων, αλλά και των αυξομειώσεων. Παρά την αλλαγή στην κορυφή με τη δημοσκοπική πρωτιά του ΠΑΣΟΚ, συνεχίζεται η πολιτική ρευστότητα και πόσο ριψοκίνδυνες είναι οι όποιες προβλέψεις;

Το 2008 αποδείχθηκε έτος πολλαπλών πολιτικών ανατροπών. Οι μεταβολές που έχουν επισυμβεί σε ολόκληρο το φάσμα του κομματικού συστήματος είναι πολύ πιθανό να αποδειχθούν δομικές.
Οι κλυδωνισμοί του δικομματικού συστήματος είναι ισχυρότεροι από εκείνους που είχαν καταγραφεί τη δεκαετία του ’90. Ενώ δεν μπορούμε να εξοφλήσουμε με ακρίβεια την έκβαση της σημερινής κρίσης, μπορούμε να υποθέσουμε, με σχετική βεβαιότητα, ότι η διάρκειά της να είναι σαφώς μεγαλύτερη. Είναι, επίσης, σχετικά ασφαλές να υποθέσουμε, ότι νέο σημείο ισορροπίας δεν θα υπάρξει ούτε και μετά από τις επόμενες (πιθανότατα αλλεπάλληλες) εκλογικές αναμετρήσεις. Ακόμη και βουλευτικές να προηγηθούν, θα έχουν, το πιθανότερο, από την πλευρά των κομματικών συσχετισμών «ευρωεκλογικά» χαρακτηριστικά.

Η εκλογική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ οφείλεται σε δύο διακριτούς παράγοντες: Αφενός, στην (αντικειμενική) αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατήσει το παλιρροϊκό κύμα της κοινωνικής αποδέσμευσης από το ΠΑΣΟΚ, που εμφανίσθηκε σε αυτήν την έκταση, για πρώτη φορά μετά το 1977, ύστερα και από τη δεύτερη εκλογική ήττα του 2007. Αφετέρου, στην πρωτοφανή, αιφνιδιαστική και εξαιρετικά σύντομη κατάρρευση του κυβερνώντος κόμματος. Η πρώτη τάση προηγήθηκε χρονικά και επέτρεψε έτσι στο ΠΑΣΟΚ, την «κατάλληλη στιγμή», όταν δηλαδή εκδηλώθηκε η κυβερνητική κρίση του φθινοπώρου, να «είναι ξανά στο παιχνίδι», επανεμφανιζόμενο ως εναλλακτική λύση, ικανό να θέσει εκ νέου το «εκβιαστικό» του δίλημμα. Χωρίς τη συγκεκριμένη αλληλουχία των γεγονότων, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό.

Η μετεκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, κατά το Α΄εξάμηνο του έτους, μπορεί να αντιστράφηκε από το Σεπτέμβριο, πλην όμως, μέχρι αυτήν τη στιγμή, το ΠΑΣΟΚ δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την αυτοδυναμία. Επιπλέον, με τα σημερινά δεδομένα, η διασφάλισή της, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ούτε «εύκολη», ούτε «γραμμική». Οι σημαντικότερες παράμετροι της κρίσης του ΠΑΣΟΚ (κρίση στρατηγικής, προγράμματος, κοινωνικών συμμαχιών, μορφής οργάνωσης, ηγεσίας) παραμένουν. Από την άλλη πλευρά, ούτε η μερική ανάκαμψη της ΝΔ, ως πιθανό ενδεχόμενο, μπορεί να αποκλεισθεί. Ως «σκληρός πυρήνας» της συντηρητικής παράταξης μπορεί να θεωρηθεί το 35%.

2) Μπορούμε με ασφάλεια να μιλάμε για αλλαγή συσχετισμών στην αριστερά; Που αποδίδεται; Τι “γεύση” αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρονιά που φεύγει;

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να επισημανθεί, ότι πολλές εμπειρικές ενδείξεις, που προκύπτουν από έρευνες κοινής γνώμης τα τελευταία δύο χρόνια, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι συντελείται αργόσυρτα, αλλά σταθερά, μια στροφή του εκλογικού σώματος προς τα Αριστερά. Η τάση αυτή είναι πιθανό να ενισχυθεί από την οικονομική κρίση. Το ιδεολογικό περιεχόμενό της μπορεί να μην σαφές και αποκρυσταλλωμένο, αλλά η μετεκλογική αθροιστική άνοδος της (πέραν του ΠΑΣΟΚ) Αριστεράς είναι ιδιαίτερα σημαντική και εάν διατηρηθεί θα αποτελέσει τομή στην εκλογική της ιστορία. Το 20% που καταγράφεται σήμερα στις έρευνες κοινής γνώμης συνιστά για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα των βουλευτικών εκλογών πρωτοφανές ποσοστό. Αντίστοιχα ποσοστά στη Μεταπολίτευση έχει εμφανίσει η Αριστερά στις Ευρωεκλογές του 1981 (18%) και του 1999 (17%). Η σημερινή εικόνα θα μπορούσε να συγκριθεί με την προδικτατορική επιρροή της ΕΔΑ στη δεκαετία του ’50, τότε λόγω της κρίσης του κεντρώου χώρου. Γενικά, η κοινωνική απήχηση της Αριστεράς παραμένει ενισχυμένη, εις βάρος του ΠΑΣΟΚ και οδηγεί, αντικειμενικά, σε αναδιάταξη του παγιωμένου μεταπολιτευτικού συσχετισμού.

Παράλληλα, όμως, με την ιστορική αναδιάταξη που συντελείται, η σημερινή κοινωνική έκρηξη έχει και αυτή με τη σειρά της προφανείς επιπτώσεις και στην Αριστερά και πιθανότατα, οδηγεί -de facto- σε αποσαφήνιση των πολιτικών και ιδεολογικών ταυτοτήτων των σημερινών της εκφράσεων. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, εντείνεται για άλλη μια φορά στο εσωτερικό της και η πόλωση, ανάμεσα στους δύο κομματικούς της σχηματισμούς. Λόγω της στάσης που κράτησε το ΚΚΕ στα πρόσφατα γεγονότα, καταγράφηκε μια συγκυριακή ενίσχυσή του (8% το Δεκέμβριο), ωστόσο, με βάση τις σοβαρές έρευνες δεν προκύπτει ανατροπή του συσχετισμού υπέρ του. Ωστόσο, η γραμμή που υιοθετείται (του «υπεύθυνου», θεσμικού-συστημικού κόμματος) μπορεί να κερδίζει σε ορισμένα -κοινωνικά- συντηρητικά στρώματα, αλλά δεν φαίνεται να έχει απήχηση στα δυναμικότερα τμήματα της νεολαίας, που σήμερα κινητοποιούνται (στις ηλικίες 18-35, συγκεντρώνει μόνο 7%).
Σε σχέση με τις πολιτικές επιθέσεις που δέχθηκε -πανταχόθεν- ο ΣΥΡΙΖΑ, οι εκλογικές του απώλειες, μέσα στο Δεκέμβριο και μετά τα πρόσφατα γεγονότα δεν μπορεί να θεωρηθούν αξιόλογες, με βάση τη μηνιαία εκτίμηση της Public Issue (-1%). Επιπλέον, η εκλογική του επιρροή, η οποία δείχνει να συγκρατείται στο 12% του εκλογικού σώματος γίνεται σήμερα ιδεολογικά και πολιτικά περισσότερο συμπαγής, ενώ διατηρεί, σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική της όσμωση, στο χώρο των νεότερων ηλικιακών ομάδων. Στις ηλικίες 18-34 ετών, ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει διπλάσιο ποσοστό (24%) και αναδεικνύεται σε τρίτο -σχεδόν ισοδύναμο με τα δύο μεγάλα- κόμμα. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με την ευρύτερη κοινωνική απήχηση του κόμματος, η οποία φαίνεται να έχει πληγεί συγκυριακά, ή και μονιμότερα. Είναι προφανές, ότι η πολιτική βαρύτητα της πρώτης διαπίστωσης δεν αντισταθμίζεται σε καμία περίπτωση από τη δεύτερη.

3) Σύμφωνα με την έρευνα της Public Issue, παρατηρείται μεγάλη κρίση των θεσμών και δη των πολιτικών κομμάτων και των συνδικάτων. Που οφείλεται και τι προεκτάσεις μπορεί να έχει;

Η κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς, όχι μόνο της αντιπροσώπευσης, αλλά συνολικά του κράτους και της Διακυβέρνησης, συνεχίζει να είναι πρωτοφανής. Πρόκειται για ανοικτή κρίση της κοινωνικής τους νομιμοποίησης. Η απαξίωση των πολιτικών κομμάτων, των κυβερνήσεων και της κρατικής διοικητικής μηχανής παραμένει παγιωμένη και ολοκληρωτική, σημειώνοντας μάλιστα και περαιτέρω επιδείνωση, σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Πρόκειται, κυριολεκτικά, για κατάρρευση: Τα Πολιτικά Κόμματα, κατατάσσονται και φέτος στην τελευταία (48η) θέση του δείκτη εμπιστοσύνης, οι Κυβερνήσεις στην προτελευταία (47η), και η κρατική διοικητική μηχανή, δηλαδή τα Υπουργεία, στην 44η (42η το 2007). Η συσσωρευμένη κοινωνική δυσπιστία συμπαρασύρει και τη Βουλή, η οποία υποβιβάζεται από την 30η θέση το 2007, στην 38η φέτος. Σε οριακά επίπεδα κυμαίνεται, επίσης, και η εμπιστοσύνη στις βαθμίδες της διοίκησης, που θεωρητικά βρίσκονται πιο κοντά στον πολίτη (Δήμοι και Νομαρχίες). Κρίση εμπιστοσύνης καταγράφεται και για τα συνδικάτα, αν και σε σχέση με τα κόμματα, εξακολουθούν να καταγράφουν πολλαπλάσια ποσοστά εμπιστοσύνης.

Αυτή η εικόνα που αποτυπώνεται ανάγλυφα από τη συγκεκριμένη έρευνα, αποδεικνύει ότι υπάρχει σήμερα μεγάλη κρίση εκπροσώπησης, αλλά και εκτεταμένη κρίση της κυρίαρχης ιδεολογίας (σημαντική αν και όχι αποκλειστική πτυχή της τελευταίας είναι η προφανής κατανεμειτική κρίση του πανεπιστημίου). Σε ένα παρόμοιο τοπίο, είναι προφανές ότι οι κοινωνικές κινητοποιήσεις που θα ξεσπούν, θα παραμένουν αδιαμεσολάβητες. Από αυτήν την άποψη, τα πρόσφατα γεγονότα της εξέγερσης της νεολαίας αποτελούν προάγγελο. Στις σημερινές συνθήκες, η κοινωνική διαμαρτυρία μπορεί να οδηγήσει σε αποδοκιμασία του κυβερνώντος κόμματος, αλλά είναι πολύ δυσκολότερο, να βρεθεί κοινοβουλευτική διέξοδος τύπου 1981, με όρους δηλαδή περισσότερο μακροπρόθεσμης σταθερότητας. Από την άλλη πλευρά, λόγω της ανυπαρξίας κυρίαρχης ηγεμονικής ιδεολογίας, αλλά και λόγω της ισχυρής «κληρονομιάς» της Μεταπολίτευσης, στην πολιτική κουλτούρα της χώρας, δεν αποκλείεται να ενισχυθούν οι εκδοχές μιας περισσότερο αυταρχικής διαχείρισης της κρίσης.

Η συνέντευξη του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ (04/01/2009).