Τι είναι η “εκτίμηση εκλογικής επιρροής” της Public Issue

Η μεθοδολογία εκτίμησης της εκλογικής επιρροής που χρησιμοποιεί η Public Issue έχει παρουσιασθεί αναλυτικά σε πολλές περιπτώσεις (1). Παρόλα αυτά, λόγω της πολιτικής ρευστότητας, που καταγράφεται στις έρευνες κοινής γνώμης, είναι χρήσιμο να διευκρινισθούν ορισμένα ζητήματα, σχετικά με το τι ακριβώς σημαίνει ο όρος «εκτίμηση εκλογικής επιρροής».

1. Τι είναι η εκτίμηση εκλογικής επιρροής;

Με τον όρο «εκτίμηση εκλογικής επιρροής» εννοείται ο εκ νέου υπολογισμός (repercentage) των ποσοστών των κομμάτων, εξαιρώντας τις μη-διευκρινισμένες απαντήσεις των ερωτώμενων (δηλαδή τις επιλογές: «δεν θα ψηφίσω», «λευκό/άκυρο» «αναποφάσιστος/η» και «δεν απαντώ»), ώστε τα αποτελέσματα κάθε δημοσκόπησης να είναι συγκρίσιμα με τα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτό συμβαίνει, επειδή η λεγόμενη αδιευκρίνιστη ψήφος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα και δεν καταγράφεται ποτέ στην κάλπη των εκλογών. Αποτελεί μια επινόηση, η οποία «κατασκευάζεται» από την ερώτηση πρόθεσης ψήφου των δημοσκοπήσεων.

Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής δεν πρέπει να συγχέεται με την απλή απαλοιφή της αδιευκρίνιστης ψήφου, μια χρήσιμη εμπειρική πρακτική που ακολουθείται από άλλες εταιρίες, που συνήθως αναφέρεται ως «αναγωγή» ή «ψήφος επί των εγκύρων» απαντήσεων της δημοσκόπησης (valid vote). Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής  δεν ταυτίζεται με τη διευκρινισμένη ψήφο, διότι η  κατανομή (allocation) της αδιευκρίνιστης ψήφου, που προκύπτει, δεν είναι αναλογική, αλλά πραγματοποιείται με τη χρήση στατιστικών υποδειγμάτων. Ειπωμένο διαφορετικά, η εκτίμηση διαφέρει σημαντικά από μια απλή παράθεση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων.

Κύριο χαρακτηριστικό της μεθοδολογίας που ακολουθεί η Public Issue είναι η κατάργηση της στάθμισης του δείγματος με την προηγούμενη ψήφο και η αντικατάστασή της, με τη μεθοδολογία της ανάλυσης χρονολογικών σειρών (time-series analysis), της διαθέσιμης χρονοσειράς των ερευνών. Ένα βασικό πλεονέκτημα της νέας μεθοδολογίας είναι ότι η εκτίμηση για την εκλογική επιρροή κάθε κόμματος, στηρίζεται σε όλες τις διαθέσιμες έρευνες του Βαρόμετρου, που έχουν γίνει μέχρι σήμερα (πάνω από 100) και όχι μόνον σε μια έρευνα (την τρέχουσα κάθε φορά). Παλιότερα, η στάθμιση των αποτελεσμάτων με βάση την προηγούμενη ψήφο αποτελούσε την πιο διαδεδομένη μέθοδο βελτίωσης των αποτελεσμάτων των δημοσκοπήσεων. Ωστόσο, επειδή εμφανίζει σημαντικές μεθοδολογικές αδυναμίες τείνει πλέον να εγκαταλειφθεί. Ιδίως σε εποχές αυξημένης εκλογικής ρευστότητας και αποδυνάμωσης του δεσμού των πολιτών με τα κόμματα, όπως η σημερινή, η μέθοδος της στάθμισης μπορεί -αντίθετα- να επιδεινώσει επικίνδυνα, αντί να βελτιώσει την ακρίβεια των εκτιμήσεων.

2. Η εκτίμηση εκλογικής επιρροής ΔΕΝ προβλέπει εκ των προτέρων το εκλογικό αποτέλεσμα

Κάτι που συχνά παρερμηνεύεται είναι το εξής: Η εκτίμηση της εκλογικής επιρροής που δίνεται σε κάθε έρευνα δεν συνιστά μια εκ των προτέρων πρόβλεψη του τελικού εκλογικού αποτελέσματος (που θα καταγραφεί την ημέρα των εκλογών). Συνεπώς, ο όρος εκτίμηση δεν αποτελεί πρόβλεψη (forecasting), με την αυστηρά επιστημονική σημασία που έχει ο όρος στη θεωρία των χρονολογικών σειρών (2). Αντίθετα, η εκτίμηση αποτελεί μια διόρθωση της διευκρινισμένης πρόθεσης ψήφου των κομμάτων, κατά τη χρονική στιγμή διεξαγωγής της έρευνας. Το πρόβλημα της πρόβλεψης του εκλογικού αποτελέσματος, προβάλλοντας στο μέλλον τα ευρήματα των ερευνών, που διεξάγονται με κάποια χρονική απόσταση από την ημέρα των εκλογών, είναι γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία και αντιμετωπίζεται με τη βοήθεια ειδικών υποδειγμάτων (3).

3. Ποια είναι η σχέση της εκτίμησης με τα πρωτογενή στοιχεία;

Εξ' ορισμού, κάθε δημοσκόπηση πραγματοποιείται με στόχο την καταγραφή της εκλογικής δύναμης των κομμάτων, κατά τη δεδομένη χρονική στιγμή διεξαγωγής της. Όμως, είναι γνωστό, ότι οι δημοσκοπήσεις, ως μέθοδος, εμφανίζουν εγγενείς αδυναμίες και σημαντικές μεροληψίες. Τα πρωτογενή δεδομένα μιας έρευνας δεν αποτυπώνουν πάντοτε, από «μόνα τους», την εκλογική πραγματικότητα. Αυτή η διαπίστωση καθιστά απαραίτητη την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής, δηλαδή την επιστημονική επεξεργασία των δεδομένων των δημοσκοπήσεων, από τους ερευνητές. Η εκτίμηση διαφέρει σημαντικά από μια απλή παράθεση αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων. Ενώ βασίζεται (αυτονόητα) στα πρωτογενή δεδομένα των δημοσκοπήσεων, είναι αποτέλεσμα περισσότερο περίπλοκων τεχνικών. Οι στατιστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται, επεμβαίνουν «διορθωτικά» στα πρωτογενή δεδομένα, προσπαθώντας να περιορίσουν τις εγγενείς αδυναμίες της μεθόδου και να βελτιώσουν την αποτύπωση της εκλογικής πραγματικότητας. Δυστυχώς, στην Ελλάδα η επιστημονική συζήτηση για την εκτίμηση, ή την πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος θεωρείται εκ προοιμίου συνώνυμο της «λαθροχειρίας» η της «χειραγώγησης»!

Παρόμοιες τεχνικές είναι και οι απλές σταθμίσεις (πχ. με την προηγούμενη ψήφο), ή και περισσότερο σύνθετες τεχνικές, όπως η ανάλυση χρονολογικών σειρών κλπ. Διεθνώς, αρκετές εταιρίες, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Pew Research Center στις ΗΠΑ (4) και την Ipsos/MORI στη Μ. Βρετανία (5), δεν χρησιμοποιούν, πλέον, την πολιτική στάθμιση, λόγω των πολλών προβλημάτων που αυτή παρουσιάζει. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να τονισθεί ότι και η στάθμιση με την προηγούμενη ψήφο, μέθοδος που χρησιμοποιούν αρκετές εταιρίες του κλάδου, συνιστά, επίσης, εκτίμηση, ακόμα και αν στα αποτελέσματα περιλαμβάνεται η «αδιευκρίνιστη» ψήφος, χωρίς μάλιστα να γίνονται ποτέ γνωστοί οι ακριβείς συντελεστές της στάθμισης.

4. Γιατί δεν δημοσιοποιούνται τα πρωτογενή στοιχεία;

Στις περισσότερες χώρες, και πάντως σε όλες τις αναπτυγμένες δημοκρατίες, σχεδόν τo σύνολο των εταιριών δημοσκοπήσεων, παρουσιάζει τα αποτελέσματα των ερευνών πρόθεσης ψήφου, με τη μορφή «εκτίμησης εκλογικής επιρροής» (6). Με αυτόν τον τρόπο παρουσίασης επιτυγχάνεται το βασικό ζητούμενο μιας δημοσκόπησης, δηλαδή η καταγραφή της επιρροής των κομμάτων, σε μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Επίσης, καθιστά δυνατή τη σύγκριση με τα πραγματικά εκλογικά αποτελέσματα, προστατεύοντας το ευρύ κοινό από τη σύγχυση που προκαλεί, διαφορετικά, η σύγκριση της «δημοσκοπικής» διαφοράς, ανάμεσα στα ποσοστά των κομμάτων, με την πραγματική εκλογική τους διαφορά. Σύγχυση, που δυστυχώς αναπαράγεται κατά κόρον στη χώρα μας.

Κάθε πολίτης δεν είναι βέβαιο ότι έχει τη δυνατότητα να ελέγξει την ορθότητα των στατιστικών τεχνικών που χρησιμοποιεί η κάθε εταιρία για να καταλήξει στην εκτίμησή της. Επιπλέον δε, είναι γνωστό ότι, πέραν των στατιστικών τεχνικών επεξεργασίας των δεδομένων, υπάρχουν και αρκετές άλλες πηγές σφάλματος σε μια δημοσκόπηση, όπως η μεροληψία επιλογής (selection bias) (7), η μεροληψία μη-απάντησης (non response bias) (8), η μεροληψία απάντησης (response bias) (9), επιδράσεις που οφείλονται στο ερωτηματολόγιο (order effect, theme effect) κλπ. Η ύπαρξη τέτοιου είδους σφαλμάτων στις έρευνες είναι εξ' ίσου δύσκολο με τις στατιστικές τεχνικές να ελεγχθεί από τον μέσο πολίτη. Συνεπώς, η απλή παράθεση των πρωτογενών δεδομένων δεν θα πρόσφερε κάτι περισσότερο στην αντικειμενική πληροφόρηση της κοινής γνώμης. Αντιθέτως, είναι πιθανότερο ότι θα δημιουργούσε μεγαλύτερη σύγχυση. Σε τελική ανάλυση, η μεθοδολογία της εκτίμησης, που χρησιμοποιεί κάθε εταιρία, κρίνεται στην πράξη από την σύγκριση των εκτιμήσεων της με το πραγματικό εκλογικό αποτέλεσμα και δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελεί αντικείμενο νομικών ρυθμίσεων.

5. Γιατί τα ποσοστά είναι στρογγυλοποιημένα;

Σε όλο τον κόσμο, κατά κανόνα, οι εταιρείες δημοσκοπήσεων δημοσιεύουν τα ποσοστά της εκλογικής επιρροής των κομμάτων στρογγυλοποιημένα στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό (10). Σε αντίθεση με την διεθνή πρακτική, στην Ελλάδα, οι εταιρείες του κλάδου παρουσιάζουν τα ποσοστά της πρόθεσης ψήφου με ακρίβεια ενός δεκάτου της εκατοστιαίας μονάδας (0,1%). Αυτός ο τρόπος παρουσίασης δημιουργεί στην κοινή γνώμη μια παραπλανητική αίσθηση για την ακρίβεια των ερευνών και οδηγεί σε μια ανώφελη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων των δημοσκοπήσεων να περιγράφουν τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Όταν είναι γνωστό, ότι σε ένα δείγμα 1000 ερωτώμενων το δειγματοληπτικό σφάλμα είναι περίπου +/- 3%, τι νόημα έχει ο ισχυρισμός, πως το «τάδε» κόμμα έχει επιρροή, για παράδειγμα, 34,7%; Μια στρογγυλοποίηση στο 34,5% ή ακόμα και στο 35% είναι αρκετή για να αποδώσει την εκλογική επιρροή του κόμματος, όπως (και όσο) αυτή μπορεί να προσεγγισθεί από μια δημοσκόπηση. Επιπλέον, η εμμονή στην ακρίβεια των δεκαδικών ψηφίων οδηγεί πολλές φορές σε επισφαλή συμπεράσματα, ακόμα και για το ποιο κόμμα προηγείται. Με δεδομένο το δειγματοληπτικό σφάλμα, πόσο αξιόπιστη είναι η εκτίμηση, ότι ένα κόμμα προηγείται, όταν η διαφορά του από το δεύτερο κόμμα είναι μικρότερη του 1% ή πολλές φορές και μικρότερη του 0,5%;

Η Public Issue, ακολουθώντας τη διεθνή πρακτική, παρουσιάζει τα ποσοστά των κομμάτων στην εκτίμηση της εκλογικής επιρροής με ακρίβεια μισής εκατοστιαίας μονάδας. Η συγκεκριμένη επιλογή προστατεύει την κοινή γνώμη από την παραπλανητική εντύπωση για την ακρίβεια των ερευνών, η οποία οδηγεί σε μια εσφαλμένη και ανώφελη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων που διαθέτει το εργαλείο των δημοσκοπήσεων, για να περιγράφει τις τάσεις του εκλογικού σώματος. Η επιλογή της ακρίβειας της μισής εκατοστιαίας μονάδας, έναντι της εκτίμησης με ακέραια ποσοστά, βοηθά στην καλύτερη εκτίμηση της επιρροής, κυρίως των μικρότερων κομμάτων, για τα οποία έχει ιδιαίτερη σημασία η μεταβολή της επιρροής τους, κατά μισή εκατοστιαία μονάδα.

6. Ποιες μεταβολές έγιναν στην μεθοδολογία της εκτίμησης εκλογικής επιρροής;

Η εκτίμηση της εκλογικής επιρροής στηρίζεται στην ανάλυση των βραχυχρόνιων και των μακροχρόνιων τάσεων της πρόθεσης ψήφου. Ο όρος βραχυχρόνιες τάσεις (shortterm voting intention trends) στη διαχρονική εξέλιξη της εκλογικής επιρροής ενός κόμματος, περιγράφει τις τάσεις που διαμορφώνονται, κατά τη διάρκεια ενός συγκεκριμένου εκλογικού κύκλου. Ο όρος μακροχρόνιες τάσεις (longterm voting intention trends) στη διαχρονική εξέλιξη της εκλογικής επιρροής ενός κόμματος, περιγράφει τις τάσεις που διαμορφώνονται σε ένα χρονικό διάστημα, πέραν του ενός εκλογικού κύκλου. Ωστόσο, από τις εκλογές του 2012 και ύστερα, η επίδραση των μακροχρόνιων τάσεων στη διαμόρφωση των εκλογικών αποτελεσμάτων μειώνεται διαρκώς. Κυριότεροι λόγοι αυτής της μείωσης αποτελούν η διαρκής μεταβολή του κομματικού συστήματος και η ακανόνιστη διάρκεια των εκλογικών κύκλων, κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου. Επιπλέον, η εκτίμηση της εκλογικής επιρροής με βάση τις μακροχρόνιες τάσεις έχει καταστεί δυσκολότερη, καθώς η υπογραφή του Μνημονίου το 2010 αποτέλεσε δομική μεταβολή (structural break) στη διαχρονική  εξέλιξη της εκλογικής επιρροής των κομμάτων. Για τους παραπάνω λόγους, από τον Σεπτέμβριο του 2015, οι μακροχρόνιες τάσεις δεν συνυπολογίζονται πλέον στην εκτίμηση εκλογικής επιρροής της Public Issue.

(1) Για μια αναλυτική παρουσίαση της μεθοδολογίας της Public Issue για την εκτίμηση της εκλογικής επιρροής των κομμάτων βλέπε  http://www.mavris.gr/wp-content/uploads/Forecasting_Elections.pdf . Επίσης, Μαυρής & Συμεωνίδης 2016.
(2) Για μια διεξοδική ανάλυση της διαφοράς των δύο εννοιών βλέπε το κεφάλαιο: «Fitting versus Forecasting», στο Delurgio (1998, 51-56).
(3) Ενδεικτικά, βλέπε το υπόδειγμα των Robert Erikson και Christopher Wlezien (2008). Επίσης, τη μεθοδολογία του Nate Silver στο δημοφιλές blog fivethirtyeight, που αναλύεται διεξοδικά στην ιστοσελίδαιστοσελίδα https://fivethirtyeight.com/features/a-users-guide-to-fivethirtyeights-2016-general-election-forecast/
(4) Βλέπε http://www.pewresearch.org/methodology/u-s-survey-research/our-survey-methodology-in-detail/ και http://www.people-press.org/2012/08/03/party-affiliation-and-election-polls/
(5) Βλέπε σχετικά:   http://www.bbc.com/news/uk-politics-13248622
(6) Βλέπε αναλυτικότερα το άρθρο των Γ. Μαυρή και Γ. Συμεωνίδη: «Περί προφητείας, μαντείας & δημοσκοπήσεων. Είναι δυνατή η πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος;». Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.publicissue.gr/1193/provlepsi/
(7) Πχ. οι τηλεφωνικές έρευνες αδυνατούν να συμπεριλάβουν στο δείγμα ένα μέρος του πληθυσμού που έχει μόνο κινητό τηλέφωνο.
(8) Πχ. όσοι έχουν μέσο ή ανώτερο μορφωτικό επίπεδο είναι συνήθως προθυμότεροι να συμμετέχουν σε μια τηλεφωνική δημοσκόπηση.
(9) Κάποιες φορές οι ερωτώμενοι απαντούν στερεοτυπικά ή πολιτικώς ορθά σε ορισμένες ερωτήσεις.
(10) Βλέπε ενδεικτικά τις ιστοσελίδες: http://ukpollingreport.co.uk/, http://www.pollingreport.com/2008.htm και http://www.wahlrecht.de/umfragen/index.htm για τον τρόπο που παρουσιάζουν τις έρευνές τους διάφορες εταιρείες στην Μ. Βρετανία, στις ΗΠΑ και τη Γερμανία αντίστοιχα. Επιπλέον, πολλές ενώσεις εταιρειών δημοσκοπήσεων συνιστούν στα μέλη τους αυτήν την πρακτική. Βλέπε ενδεικτικά τη σελίδα της αμερικάνικης ένωσης NCPP, http://www.ncpp.org/?q=node/34.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

DeLurgio Stephen A. (1998). Forecasting Principles and Applications. Singapore: McGraw-Hill.
Erikson Robert S., and Christopher Wlezien. (2008). "Are Political Markets Really Superior to Polls as Election Predictors?" Public Opinion Quarterly 72(2): 190-215.
Green Donald, Alan Gerber and Suzanna De Boef. (1999). "Tracking opinion over time. Α method for reducing sampling error." Public Opinion Quarterly 63: 178-192.
Μαυρής Γιάννης και Γιώργος Συμεωνίδης. (2016). «Δημοσκοπήσεις και πρόβλεψη των εκλογών στην Ελλάδα 2004-2015.» Μέρος τρίτο: Η μεθοδολογία της εκτίμησης εκλογικής επιρροής, 293-338. Αθήνα: Public Issue. Διαθέσιμο και διαδικτυακά στην ιστοσελίδα: http://www.mavris.gr/wp-content/uploads/Forecasting_Elections.pdf