Η τάση κατακερματισμού των κομμάτων διακυβέρνησης παραμένει κυρίαρχη, παρά τη σχετική συσπείρωση του ΠΑΣΟΚ

Ανάλυση
του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Ανάρτηση: 2/4/2012

Οι επερχόμενες Βουλευτικές εκλογές -εκτός απροόπτου, δηλαδή έκτακτων σημαντικών γεγονότων- θα αποτελέσουν την πρώτη «στάση» στη διαδικασία ανασύνθεσης του κομματικού συστήματος. Οι γενικές τάσεις αυτού του μετασχηματισμού είναι ήδη ορατές, παρά την πρωτοφανή ρευστότητα που εξακολουθεί να επικρατεί και παρά τις πολλαπλές μεταβολές που καταγράφονται εδώ και αρκετό καιρό στο Πολιτικό Βαρόμετρο της Public Issue κάθε μήνα και πλέον σε δεκαπενθήμερη βάση.

Το κοινωνικό αίτημα των εκλογών

Το νέο κύμα του Πολιτικού Βαρόμετρου (ΠΒ102) πραγματοποιήθηκε στο πολιτικό τοπίο μιας de facto προεκλογικής περιόδου, χωρίς ωστόσο αυτή να έχει ακόμη τυπικά κηρυχθεί. Το γεγονός ότι 6 στους 10 πολίτες (63%, ΠΒ102, διαγράμματα 16-17), θεωρούν σήμερα «αναγκαίες» τις εκλογές αποδεικνύει την αυξανόμενη κοινωνική πίεση για τη διεξαγωγή τους και καθιστά δυσχερή την περαιτέρω μετάθεση της ημερομηνίας τους. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την σαφέστατη τάση μείωσης της αποχής, που συνεχίζεται με εντεινόμενο ρυθμό από τον Ιανουάριο (ΠΒ102, διάγραμμα 21). Στην ίδια διαπίστωση, επίσης, καταλήγει κανείς και με βάση άλλους δείκτες κλίματος, που περιέχονται στο Βαρόμετρο, όπως πχ. το πολιτικό ενδιαφέρον, που προσεγγίζει ασυνήθιστα επίπεδα, της τάξης του 66%, ή η συζήτηση για πολιτική (80,5%).

Η επίδραση της διαδοχής στο ΠΑΣΟΚ

Στα δύο προηγούμενα κύματα της έρευνας αποτυπώθηκε η επίδραση που άσκησαν στο εκλογικό σώμα, τόσο η ψήφιση του νέου Μνημονίου και της δανειακής σύμβασης από την ελληνική Βουλή (12/2/12), όσο και η νομοθετική έγκριση του PSI (23/2/12). Στο παρόν κύμα αποτυπώνεται η επίδραση που άσκησε η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ· δηλαδή η σχεδόν ατιμωτική αποχώρηση του Γ.Παπανδρέου από την πολιτική και η τυπική ανάληψη της ηγεσίας του κόμματος από τον Β.Βενιζέλο. Με βάση τα δεδομένα του Βαρόμετρου προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως περιεχομένου, η διαδοχή ως πολιτικό και επικοινωνιακό γεγονός λειτούργησε θετικά. Εκτός από την ενίσχυση της εικόνας του πολιτικού του αρχηγού, έως ένα βαθμό συσπείρωσε εκλογικά το ΠΑΣΟΚ, εξισορροπώντας έτσι το συσχετισμό δυνάμεων με τη ΝΔ.

Η σχετική ανάκαμψη της επιρροής του συντελείται κυρίως εις βάρος της ΔΗΜΑΡ (12%, -3,5%), με την οποία αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία και του επιτρέπει να επανέλθει στη 2η θέση. Από το πρωτοφανές 8%, ποσοστό στο οποίο βρέθηκε η απήχηση του κόμματος τον περασμένο Φεβρουάριο (Βλέπε σχετικά ΠΒ99, 2/12), επανέρχεται σήμερα στο 15,5% (Βλέπε σχετικά ΠΒ102, διαγράμματα 22 & 24). Η ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ και η περαιτέρω αποδυνάμωση της ΝΔ (αναλυτικά παρακάτω) έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της «ψαλίδας» 1ου/2ου κόμματος, στο ½ της προηγούμενης μέτρησης, από τις 14, στις 7 μονάδες. Επίσης, τόσο η δημοτικότητα του νέου αρχηγού όσο και το μερίδιό του στον δείκτη πρωθυπουργικής καταλληλότητας ισοδυναμούν πλέον με τα αντίστοιχα του Α.Σαμαρά (ΠΒ102, διαγράμματα 3 & 7).

Η συνολική ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, το τελευταίο δίμηνο, υπολογίζεται σε 7,5 μονάδες. Οι τρεις (3) οφείλονται στην «ευφορία», που δημιούργησε η συμφωνία για το PSI, ενώ 4,5 μονάδες θα πρέπει να αποδοθούν στην επίδραση της αλλαγής ηγεσίας (από 11% στην μέτρηση που προηγήθηκε της εκλογής). Η μεταβολή στην πρόθεση ψήφου, που προκύπτει, επιβεβαιώνει τα ιστορικά δεδομένα που γνωρίζουμε. Όπως έχει δειχθεί, με βάση τα στοιχεία ερευνών κοινής γνώμης, που διατίθενται για την περίοδο 1997-2009 (διαδοχή Α.Παπανδρέου 1996, Μ.Έβερτ 1997, Κ.Σημίτη 2004, Κ.Καραμανλή 2009), η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, στο παρελθόν, ενίσχυσε την εκλογική επιρροή του κόμματος, από 3 έως 5 μονάδες, ενώ στη Νέα Δημοκρατία από 6 έως 8 (Μαυρής 2007). Ωστόσο, για το κόμμα που θριάμβευσε στις τελευταίες εκλογές (43,9%), μόλις πριν από 28 μήνες, η εν λόγω ανάκαμψη κρίνεται σίγουρα περιορισμένη.

Περαιτέρω αποδυνάμωση της ΝΔ

Αν και εξακολουθεί να διατηρεί καθαρό προβάδισμα 7 μονάδων, η εκλογική επιρροή της ΝΔ (22,5%) αποδυναμώνεται (-2,5%), λόγω όμως της τάσης περιορισμού της αποχής που παρατηρείται (ΠΒ102, διάγραμμα 21). Ειπωμένο αντίστροφα, η μείωση του ποσοστού της ΝΔ προέρχεται, σχεδόν αποκλειστικά, από την αύξηση της πρόθεσης συμμετοχής των πολιτών στις εκλογές, η οποία κατευθύνεται σε άλλες επιλογές. Κατά συνέπεια, η κοινωνική επιρροή της παραμένει στάσιμη, στο βαθμό που η ΝΔ δεν κατορθώνει να προσελκύσει τους αποστασιοποιημένους ψηφοφόρους της. Οι τελευταίοι, μέχρι πρότινος δήλωναν στις έρευνες κοινής γνώμης ότι θα προτιμήσουν την αποχή ή τις αντιεκλογικές πρακτικές, ενώ σήμερα δείχνουν να «δελεάζονται» από τα νεοπαγή κομματικά σχήματα, που αυξάνουν την «πολιτική προσφορά» στην «αγορά των εκλογών».

Το εκλογικό σώμα προεξοφλεί τη συμμαχική κυβέρνηση, ή δεν υφίσταται πλέον κοινωνική παράσταση αυτοδυναμίας ενός κόμματος

Το ποσοστό που συγκεντρώνει σήμερα η ΝΔ απέχει πάνω από 15 μονάδες, δηλαδή παρασάγγας, από εκείνο που θεωρητικά εξασφαλίζει την αυτοδυναμία στο 1ο κόμμα, με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο. Πχ. αν υποτεθεί ότι το αθροιστικό ποσοστό των «λοιπών» μικρών κομμάτων (<3%) εκτός Βουλής είναι 5%, τότε το ποσοστό αυτοδυναμίας είναι 38,5%, ενώ με 9% (στην παρούσα μέτρηση) μειώνεται σε 37%. Επομένως, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος φαντάζει -με τα σημερινά δεδομένα- σχετικά απίθανο ενδεχόμενο. Το σημαντικότερο είναι ότι αυτή η εκτίμηση αποτελεί πλέον εδραιωμένη πεποίθηση για τη συντριπτική πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Σύμφωνα με ένα εντυπωσιακό εύρημα του Βαρόμετρου, σχεδόν 9 στους 10 πολίτες (85%), προεξοφλούν ότι η επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει δεν θα είναι αυτοδύναμη. Μάλιστα, την άποψη αυτή ασπάζονται και 7 στους 10 (70%) των σημερινών ψηφοφόρων της ΝΔ. Η διαφορά κλίματος που καταγράφεται, μεταξύ της σημερινής προεκλογικής περιόδου και της αντίστοιχης των τελευταίων εκλογών του 2009 είναι έκδηλη (βλέπε σχετικά ΠΒ102, διαγράμματα 18-20).

Είναι προφανές, ότι η προηγούμενη διαπίστωση δεν περιορίζεται μόνον στην ιδεολογική απονομιμοποίηση των μονοκομματικών κυβερνήσεων από την κοινή γνώμη, η οποία είναι γνωστή εδώ και καιρό. Με βάση το δείκτη του Βαρόμετρου, σχετικά με την προτιμώμενη μορφή της διακυβέρνησης, μόλις 1 στους 5 ερωτηθέντες (18%) τάσσεται υπέρ των «αυτοδύναμων κυβερνήσεων», ενώ 1 στους 2 (48%) υπέρ των «κυβερνήσεων συνεργασίας» και 1 στους 10, υπέρ της οικουμενικής κυβέρνησης (ΠΒ102, διαγράμματα 9 & 10). Ωστόσο, η σημερινή συγκυρία που αποτυπώνεται στο ΠΒ διαφέρει ριζικά, διότι αποκαλύπτει κάτι περισσότερο. Αποκαλύπτει, κυρίως, την αποδοχή της νέας πολιτικής πραγματικότητας, που επέρχεται, στοιχείο που για τα ελληνικά δεδομένα εμφανίζεται πρώτη φορά.

Το τέλος του μεταπολιτευτικού Δικομματισμού

Η αύξηση της εκλογικής απήχησης του δικομματισμού, από το 36% στο 38%, τέσσερις-πέντε εβδομάδες πριν τις εκλογές, δεν μπορεί να θεωρηθεί βεβαίως θεαματική. Ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι αντιπροσωπεύει μόλις το ½ (!) του ποσοστού 77%, που τα δύο κόμματα έλαβαν αθροιστικά στις τελευταίες βουλευτικές, πριν από 2½ χρόνια (Οκτώβριος 2009).

Στην ελληνική πολιτική ιστορία, ποσοστό δικομματικής επιρροής αυτής της τάξης, έχει καταγραφεί μόνον πριν από 62 χρόνια, στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του 1950. Σε εκείνες τις εκλογές, που ας σημειωθεί πραγματοποιήθηκαν με απλή αναλογική, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον Κ.Τσαλδάρη και το Κόμμα Φιλελευθέρων, με αρχηγό τον Σ.Βενιζέλο έλαβαν αθροιστικά το 36% των ψήφων. Εάν συμπεριληφθεί και το 3ο κόμμα της εποχής, δηλαδή η ΕΠΕΚ, του Ν.Πλαστήρα, τότε το αθροιστικό ποσοστό των τριών μεγαλύτερων κομμάτων προσέγγιζε το 52,5%. Στη σημερινή διάταξη των κομματικών δυνάμεων, παρότι μάλιστα δεν ισχύει καν απλή αναλογική, τα δύο κόμματα φαίνεται να συγκεντρώνουν 38% και τα τρία πρώτα μόλις το 50,5% του εκλογικού σώματος.

Επομένως, η τομή που συντελείται στο μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα είναι οφθαλμοφανής και ιστορικών διαστάσεων. Ο σημερινός κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων μπορεί να λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να εμφανισθεί ως ιδεολογικό-πολιτικό ισοδύναμο του αντίστοιχου κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων στις εκλογές του 1950 (!) Εκείνος υπήρξε αποτέλεσμα της κατοχής και του εμφυλίου, ο σημερινός θα είναι το πολιτικό-εκλογικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του Μνημονίου.

Από την άλλη πλευρά και παρά την εντεινόμενη κινδυνολογία, θα πρέπει να τονιστεί ότι με βάση το εκτιμώμενο ποσοστό επιρροής των δύο μεγαλύτερων κομμάτων (38%), μια πιθανή συνεργασία τους θα εξασφάλιζε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, περίπου 155 εδρών. Στην παρούσα έρευνα, το ποσοστό αυτοδυναμίας μιας κυβέρνησης συνασπισμού, με κορμό το 1ο κόμμα, υπολογίζεται σε 37%, διότι το συνολικό ποσοστό των «λοιπών» κομμάτων που δεν υπερβαίνουν το 3%, ανέρχεται σε 9%.
Η πραγματική και σημαντική αλλαγή, σε σχέση με το παρελθόν, συνίσταται στο απλό γεγονός ότι το ποσοστό που εξασφάλιζε μέχρι τώρα την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος – στο μέτρο που δεν αλλάζει ο εκλογικός νόμος- θα εξασφαλίζει εφεξής την αυτοδυναμία στον κυβερνητικό συνασπισμό, που θα σχηματίζει το 1ο κόμμα με το δεύτερο, ή κάποια άλλα.

Ενίσχυση και ανασύνθεση της δεξιάς διαμαρτυρίας

Το β’ 15νθήμερο του Μαρτίου καταγράφεται σαφώς ενίσχυση της δεξιάς διαμαρτυρίας και ταυτοχρόνως ανασύνθεση της Ακροδεξιάς. Η ισοδύναμη άνοδος των Ανεξάρτητων Ελλήνων (8,5%, +2%) και της Χρυσής Αυγής (5%, +2%) πλήττει κυρίως τον ΛΑΟΣ, αλλά συντελείται σαφώς και εις βάρος των μεγάλων κομμάτων. Η εκλογική επιρροή του ΛΑΟΣ συνεχίζει να αποδυναμώνεται εντυπωσιακά (2%, -2%). Η αποδυνάμωσή του είναι συνολική και περιλαμβάνει τόσο την εικόνα του αρχηγού (16%, -3%), όσο και την εικόνα του κόμματος (την κομματική δημοτικότητα, 16%, -1%). Με αυτά τα δεδομένα, καθίσταται για πρώτη φορά αβέβαιη η είσοδός του στην επόμενη Βουλή. Οι απώλειες του ΛΑΟΣ, που κατευθύνονται κυρίως προς τις Ανεξάρτητους Έλληνες, του κ.Π.Καμμένου και δευτερευόντως προς την Χρυσή Αυγή, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 1/3 της εκλογικής βάσης του.

Η αλλαγή της ατζέντας μπορεί να αποδειχθεί μπούμερανγκ

Η απόπειρα αλλαγής της ατζέντας των εκλογών, με μετάθεση του κοινωνικού ενδιαφέροντος από το Μνημόνιο στο πρόβλημα της μετανάστευσης και της έννομης τάξης ενέχει μεγάλους κινδύνους και ενδέχεται να λειτουργήσει σε διαφορετική κατεύθυνση, από εκείνη που επιδιώκουν οι σχεδιαστές της. Και τούτο, διότι είναι γνωστό ότι η ανάδειξη της ανασφάλειας και της ξενοφοβίας σε κεντρικό πολιτικό διακύβευμα έχει συχνά ευνοήσει, πολιτικά και εκλογικά, τις ακραίες τάσεις και όχι τα κόμματα της διακυβέρνησης. Το πλέον χαρακτηριστικό και πρόσφορο παράδειγμα είναι εκείνο των γαλλικών Προεδρικών εκλογών του 2002. Στην προεκλογική περίοδο εκείνης της αναμέτρησης, τα Μέσα ενημέρωσης επέβαλαν την «ατζέντα της ανασφάλειας και της τάξης», στην προσπάθειά τους να ενισχύσουν τον αποδυναμωμένο Ζ.Σιράκ, με αποτέλεσμα να εισέλθει για πρώτη φορά στο β΄γύρο ο Ζ.Μ.Λεπέν.

Τα αποτελέσματα του Πολιτικού Βαρομέτρου 102 – 2ο έκτακτο κύμα (3/2012) σε pdf