Η σημασία της νομαρχιακής ψήφου: Γιατί οι Νομαρχιακές εκλογές συγκλίνουν με τις Βουλευτικές

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Με την εισαγωγή της Β’βάθμιας αυτοδιοίκησης (Ν.2218/1994), μια νέου τύπου εκλογική αναμέτρηση προστέθηκε στις ήδη υπάρχουσες Βουλευτικές, Δημοτικές/ Κοινοτικές και Ευρωεκλογές. Οι Νομαρχιακές εκλογές κατέλαβαν, εξ’ αρχής, μια αυτοτελή και ενδιάμεση θέση, αφενός μεταξύ των Δημοτικών-Κοινοτικών εκλογών και των ευρωεκλογών, και αφετέρου των Βουλευτικών εκλογών. Επομένως, η νομαρχιακή επιρροή των πολιτικών δυνάμεων δεν ταυτίζεται, ούτε πρέπει να αναχθεί ευθύγραμμα στην εθνική (βουλευτική). Συγκλίνει, εντούτοις, με τη δεύτερη, σε μεγάλο βαθμό, και για αυτό μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με αυτήν. Και κάτι τέτοιο μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο στην πολιτική ανάλυση.

Οι λόγοι για τους οποίους οι Νομαρχιακές εκλογές συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό με τις Βουλευτικές είναι τουλάχιστον εννέα.

1) Ο χώρος της αναμέτρησης. Ως γεωγραφικός χώρος της εκλογικής αναμέτρησης για το Β’ βαθμό ΤΑ, επιλέχθηκε ο Νομός, που ισχύει και για τις Βουλευτικές εκλογές. Οι λόγοι επιλογής του Νομού, ως χώρου διοικητικής ευθύνης και δράσης της Β’βάθμιας αυτοδιοίκησης είναι ιστορικοί: οι Νομοί της χώρας αποτελούν, κατ’εξοχήν, τις ιστορικά διαμορφωμένες οικονομικές, κρατικές, πολιτικές και πολιτιστικές ενότητες, ενώ ισχυροί παραμένουν ακόμη οι δεσμοί ταυτότητας και συνείδησης των κατοίκων με την περιοχή τους. (Η προηγούμενη παρατήρηση δεν ισχύει για τις μητροπολιτικές Νομαρχίες Αθηνών-Πειραιώς, Ανατολικής και Δυτικής Αττικής, όπου δεν υφίστανται ισχυρές τοπικές συλλογικές ταυτότητες). Επομένως, ο χώρος της αναμέτρησης (ο Νομός), συνιστά βασικό σημείο σύγκλισης και συνέχειας Νομαρχιακών και Βουλευτικών εκλογών.

2) Το εκλογικό σύστημα, που ίσχυσε για την ανάδειξη των αιρετών αρχών της νομαρχιακής αυτοδιοίκησης, από το 1994 μέχρι το 2002, ενίσχυε το διπολικό χαρακτήρα της εκλογικής αναμέτρησης. Η αντιπαράθεση Αριστεράς/Δεξιάς, που καταγραφόταν ιστορικά στο Α’βάθμιο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμοι-κοινότητες), είχε μεταφερθεί πλέον και στο επίπεδο του Νομού. Επομένως, αντίστροφα από το γεωγραφικό επίπεδο της αναμέτρησης, το παλαιό εκλογικό σύστημα συνιστούσε σημείο σύγκλισης με τις Δημοτικές και διαφοροποίησης από τις Βουλευτικές εκλογές. Ως προς αυτήν την κρίσιμη παράμετρο, η αλλαγή που προωθήθηκε με το Ν.3463/2006 (42%) και ίσχυσε για πρώτη φορά στις πρόσφατες εκλογές, αποτέλεσε τομή και βασικό σημείο περαιτέρω σύγκλισης των Νομαρχιακών εκλογών με τις Βουλευτικές. Και τούτο, γιατί το νέο εκλογικό σύστημα επιτρέπει στο κόμμα που κατέχει τη σχετική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα, να εξασφαλίζει και τη σχετική πλειοψηφία των αιρετών Νομαρχών. Η ανατροπή που επήλθε με την εκλογή 47 νομαρχών από τον Α΄ γύρο (19 το 2002), σε αντίθεση με ό,τι ίσχυσε για τις τρεις προηγούμενες Νομαρχιακές εκλογές, είναι οφθαλμοφανής.

3) Η υποβάθμιση των κομματικών συμμαχιών. Η συγκρότηση κομματικών συμμαχιών, που δεν υφίσταται στις Βουλευτικές, υπήρξε σημαντικό στοιχείο ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης μορφής εκλογικής αναμέτρησης και διαφοροποίησης των Νομαρχιακών εκλογών από τις Βουλευτικές. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτέλεσαν στις Νομαρχιακές του 1998, η συμμαχία ΠΑΣΟΚ/ΣΥΝ και ΝΔ/ΠΟΛΑΝ, ενώ στις Νομαρχιακές του 2002 η συμμαχία ΠΑΣΟΚ/ΣΥΝ (σε μικρότερο βαθμό) και η συμμαχία ΚΚΕ/ΔΗΚΚΙ. Στην πρόσφατη αναμέτρηση, ο ρόλος των συμμαχιών υπήρξε ιδιαίτερα υποβαθμισμένος και περιθωριακός. Σε αυτό συνέβαλε α) η διάρρηξη της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ/ΣΥΝ, που περιορίσθηκε από 23 νομαρχίες το 2002, σε μόλις 6 σήμερα, β) η αυτόνομη κάθοδος του ΛΑΟΣ (σε 20 νομαρχίες, καθώς και η επιλογή, ή αδυναμία καθόδου σε 33) και γ) η εκλογική περιθωριοποίηση του ΔΗΚΚΙ και η απορρόφηση ορισμένων τοπικών στελεχών του, από το ΚΚΕ. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από τις 54 νομαρχίες, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κατήλθαν αυτόνομα σε 48, το ΚΚΕ σε 47, ο ΣΥΝ σε 42 και ο ΛΑΟΣ σε 20.

4) Η ενίσχυση της «κομματικοποίησης». Με βάση την ανάλυση των κομματικών υποστηρίξεων των υποψηφίων για το νομαρχιακό αξίωμα προκύπτει, ότι στις εκλογές του 1994 και 1998, μεταξύ των υποψηφίων Νομαρχών, οι αμιγώς μονοκομματικές υποψηφιότητες αντιπροσώπευαν το 1994 το 72% και το 1998 το 65,4% του συνόλου των υποψηφίων. Στις πρόσφατες εκλογές, οι μονοκομματικές υποψηφιότητες αποτέλεσαν το 83% του συνόλου των υποψηφίων Νομαρχών. Στα 2/3 των Νομαρχιών, οι αναμετρήσεις υπήρξαν αμιγώς κομματικές (με 3 έως 5 κόμματα). Σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’90 (Ν1994 & Ν1998), από τις Ν2002 και ύστερα, καταγράφεται εμφανέστατα μεγαλύτερη κομματικοποίηση των υποψηφιοτήτων και δραστικός περιορισμός των 2πλών ψηφοδελτίων κομματικής απειθαρχίας. Τα φαινόμενα κομματικής ανυπακοής στο επίπεδο των νομών υπήρξαν και φέτος ιδιαίτερα περιορισμένα. Οι έντεκα (11) «αντάρτες» από το χώρο της ΝΔ και οι τέσσερις (4) από το χώρο του ΠΑΣΟΚ, αντιπροσωπεύουν πανελλαδικά μόλις το 2,4% του εκλογικού σώματος (170.000 ψήφοι), έναντι 6,8% το 2002 (458000 ψήφοι, λόγω και της ύπαρξης Καρατζαφέρη, πίνακας). Ωστόσο, η προηγούμενη διαπίστωση δεν αναιρεί την άμβλυνση των κομματικών ταυτίσεων, ούτε την μακροπρόθεσμη τάση κομματικής αποστοίχισης (de-alignment).

5) Η διαφοροποίηση από τις Ευρωεκλογές. Η εμπειρία εφαρμογής έδειξε, ότι οι Νομαρχιακές εκλογές λειτουργούν διαφορετικά από τις Ευρωεκλογές. Δεν πρόκειται για εκλογές «δεύτερης τάξης» τουλάχιστον με το περιεχόμενο που έχει αποκτήσει ο όρος στη σχετική βιβλιογραφία, διότι δεν παρουσιάζουν κανένα από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε αυτές. Σε διάκριση με τις Ευρωεκλογές, οι Νομαρχιακές εκλογές νομιμοποιούν τη διαμόρφωση και άσκηση αρμοδιοτήτων κρατικής πολιτικής στο επίπεδο του Νομού, που εξ’ άλλου διαθέτει κατά κανόνα και μια ιστορικότητα. Αντιθέτως, οι ευρωπαϊκές εκλογές μέχρι σήμερα δεν εκπληρούν τις δύο βασικές λειτουργίες που είναι σύμφυτες με το εκλογικό φαινόμενο, δηλαδή: α) το σχηματισμό κυβερνήσεων, β) τη διαμόρφωση της κρατικής πολιτικής. Αντιθέτως, στοχεύουν στην ανάδειξη του Ευρωκοινοβουλίου, ενός θεσμού σχετικά απομακρυσμένου από τους πολίτες και σχετικά άγνωστου για αυτούς. Η σύγκριση Νομαρχιακών – Ευρωεκλογών – Βουλευτικών εκλογών είναι αποκαλυπτική. Και στις τρεις συγκρίσιμες περιπτώσεις: Β93/Ε94/Ν94, Ν98/Ε99/Β00 και Ν02/Β04/Ε04, αποδεικνύεται ότι η επιρροή των δύο κομμάτων διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ/ΝΔ) εμφανίζεται στις Νομαρχιακές υψηλότερη από ό,τι στις Ευρωεκλογές και χαμηλότερη από ό,τι στις Βουλευτικές.

Τα ποσοστά των Νομαρχιακών τοποθετούνται συγκριτικά εγγύτερα στα αντίστοιχα ποσοστά κομματικής επιρροής των Βουλευτικών, παρά των Ευρωεκλογών.

6) Η αυξανόμενη προσωποποίηση της πολιτικής. Ένα άλλο σημείο, που θα πρέπει να διευκρινισθεί, είναι ότι η αυξανόμενη προσωποποίηση της πολιτικής δεν αποτελεί την ειδοποιό διαφορά, το στοιχείο εκείνο που κατ’ εξοχήν διαφοροποιεί τις Νομαρχιακές από τις Βουλευτικές εκλογές. Η εντεινόμενη προσωποποίηση της πολιτικής συνιστά ένα γενικό πολιτικό φαινόμενο και συνδέεται ευθέως με δύο σύγχρονες τάσεις : α) την τάση υποβάθμισης των μαζικών κομμάτων, β) την κυριαρχία των ΜΜΕ στην πολιτική. Αν και αυτή η τάση, μπορεί πράγματι να εκφράζεται εντονότερα στις βαθμίδες εκείνες της αντιπροσώπευσης που βρίσκονται εγγύτερα στον πολίτη, η αυξανόμενη σημασία των προσώπων, δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια αποκλειστική ιδιομορφία της συγκεκριμένης βαθμίδας εκπροσώπησης, των Νομαρχιακών, ή των Δημοτικών εκλογών, αλλά ως ένας βαθύτερος μετασχηματισμός της πολιτικής συνολικά, ανεξαρτήτως βαθμίδας.

7) Η συγκυρία του κομματικού ανταγωνισμού. Εκτός από τα γενικά χαρακτηριστικά, τα οποία καθορίζουν τη συγκεκριμένη μορφή που προσλαμβάνει κάθε φορά η νομαρχιακή αναμέτρηση, σημαντική επίδραση ασκεί και η συγκυρία του κομματικού συστήματος, που αποτελεί και το δομικότερο όρο του κομματικού ανταγωνισμού. Από αυτήν την άποψη, οι δύο πρώτες Νομαρχιακές εκλογές (1994, 1998) διαφέρουν από τις τρίτες (2002) και τις τέταρτες (2006). Ενώ η συγκυρία 1994-1998 αποτέλεσε συγκυρία κλυδωνισμού του ελληνικού κομματικού συστήματος, αντιθέτως, η συγκυρία των εκλογών του 2002, υπήρξε συγκυρία επανασταθεροποίησης του δικομματισμού. Αντίστοιχα, η σημερινή (2006) επιβεβαιώνει τη, μετά το 2004, συντήρηση του δικομματισμού, υπό την κυριαρχία της ΝΔ. Το ποσοστό του δικομματισμού παρέμεινε στο 84,6%, έναντι 86% στις Βουλευτικές του 2004, αλλά και στις προηγούμενες Νομαρχιακές. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι αμιγώς κομματικές υποψηφιότητες που προέρχονται από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) αυξήθηκε από 57 το 1998, σε 90 το 2002, και 96 το 2006.

8 ) Η συμμετοχή του εκλογικού σώματος. Και στις πρόσφατες Νομαρχιακές εκλογές, η συμμετοχή, η βασικότερη παράμετρος της εκλογικής συμπεριφοράς, κυμάνθηκε και πάλι στα επίπεδα των Βουλευτικών (7.116.050 ψηφίσαντες). Η συνολική αποχή δεν παρουσίασε αύξηση, σε σύγκριση με τις προηγούμενες. Ας σημειωθεί δε, ότι οι Νομαρχιακές εκλογές του 2002 είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από πρωτοφανή αύξηση της συμμετοχής, μεγαλύτερη και από εκείνη των εθνικών εκλογών του 2000. Θετικό ρόλο στην αύξηση της συμμετοχής έπαιξε διαχρονικά και η μεταρρύθμιση της εκλογικής διαδικασίας (Σκανδαλίδης), με την ανασύνταξη των εκλογικών καταλόγων και την προώθηση της ψήφου στον τόπο κατοικίας των εκλογέων.

9) Η προεκλογική εκστρατεία. Τόσο το 2002, όσο και το 2006: α) η διεξαγωγή κεντρικών προεκλογικών εκστρατειών τύπου εθνικών εκλογών, από τα δύο μεγάλα κόμματα, β) η υιοθέτηση κεντρικών πολιτικών μηνυμάτων και, γ) η άμεση εμπλοκή των πολιτικών αρχηγών στην προεκλογική κινητοποίηση, δημιούργησαν συνθήκες «άτυπης» εθνικής αναμέτρησης. Το 2002, η κομματικοποίηση της εκλογικής αναμέτρησης επιδιώχθηκε από τη ΝΔ και έγινε αποδεκτή από το ΠΑΣΟΚ. Το 2006, επιδιώχθηκε από το ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν έγινε αποδεκτή από τη ΝΔ.

Συμπερασματικά, οι Νομαρχιακές εκλογές, με σαφώς κρισιμότερο από ό,τι οι Δημοτικές θεσμικό αντικείμενο (Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση), ή οι Ευρωεκλογές και εξ’ ορισμού μεγαλύτερη πολιτική σημασία, τοποθετούνται εγγύτερα στη βαθμίδα των εθνικών εκλογών και χαρακτηρίζονται εντονότερα από τον κομματικό ανταγωνισμό. Μιλώντας σχηματικά, θα έλεγε κανείς ότι -χωρίς να καθίστανται απολύτως- τείνουν πολύ περισσότερο προς τις Βουλευτικές εκλογές και πολύ λιγότερο προς εκλογές Β’ τάξης. Αυτό διαπιστώθηκε για πρώτη φορά καθοριστικά, στις Νομαρχιακές του 2002. Η διαφοροποίηση Νομαρχιακής/Βουλευτικής ψήφου ίσχυσε εντονότερα το 1994, λιγότερο το 1998, ενώ περιορίσθηκε αισθητά στις τρίτες Νομαρχιακές εκλογές του 2002 και ακόμη περισσότερο στις πρόσφατες.

Η επιρροή των πολιτικών δυνάμεων στις Νομαρχιακές εκλογές του 2006

Το εκλογικό αποτέλεσμα του Α’ γύρου των Νομαρχιακών εκλογών, απέδειξε ότι δεν υφίσταται, ουσιαστικά, μεταστροφή του εκλογικού σώματος. Με βάση τον τελικό αριθμό ψηφισάντων στον Α’ γύρο (7.116.050 άτομα), η ΝΔ συγκεντρώνει ποσοστό 43,7% (2.906.635 ψήφοι), έναντι 40,9% του ΠΑΣΟΚ (2.719.634 ψήφοι). Η διαφορά νομαρχιακής επιρροής των δύο κομμάτων υπολογίζεται σε 2,8%, ποσοστό που μεταφράζεται περίπου σε 187.000 ψήφους. Η εικόνα του κομματικού συσχετισμού που προκύπτει παραμένει μάλλον αμετάβλητη, τόσο σε σύγκριση με την εθνική επιρροή των δύο κομμάτων στις Βουλευτικές του 2004, όσο όμως και σε σύγκριση με την επιρροή στις προηγούμενες Νομαρχιακές του 2002. Ο δικομματισμός διατηρείται σε επίπεδα της τάξης του 85%, έναντι 86% στις Β2004 και στις Ν2002 (πίνακας), ενώ τα φαινόμενα της κομματικής ανυπακοής υποχώρησαν. Παρά την επικοινωνιακή τους υπερεκτίμηση, οι ανεξάρτητοι συνδυασμοί από τα δύο μεγάλα κόμματα συγκέντρωσαν πανελλαδικά, μόλις 2,4% (162.500 ψήφους), έναντι 6,8% το 2002 (458.000 ψήφοι).

Η νομαρχιακή επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων (43,7%-40,9%) εμφανίζεται ελαφρώς υψηλότερη από την εκτιμώμενη σήμερα βουλευτική του επιρροή, με βάση το πανελλαδικό Βαρόμετρο της Public Issue/VPRC (42,5%-38,5%). Αυτή η απόκλιση πιθανώς οφείλεται στα εξής: 1) στις ψήφους της ΝΔ περιλαμβάνεται, και ένας αριθμός ψήφων (εμπειρικά μπορεί να υπολογιστεί σε 1-1,5% του εκλογικού σώματος), που θα πρέπει να αποδοθεί στο ΛΑΟΣ. Οι ψήφοι αυτοί προέρχονται από δώδεκα νομαρχίες όπου το ΛΑΟΣ, είτε υποστήριξε επίσημους υποψηφίους της ΝΔ (6), είτε «αντάρτες» από το χώρο της ΝΔ (6). 2) Στις ψήφους του ΠΑΣΟΚ περιλαμβάνεται και ένας (μικρός) αριθμός ψήφων, που θα πρέπει να αποδοθεί στο ΣΥΝ, στις έξι περιοχές συνεργασίας των δύο κομμάτων. Κυρίως, όμως, οφείλεται στην αυξημένη επιρροή που κατέγραψε η κ.Γεννηματά (επίδραση του προσώπου) στην Υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, που αντιστάθμισε, σε ψήφους, την αυξημένη αποχή στους δήμους Αθηναίων και Πειραιά (διάγραμμα).
Το γεγονός αυτό, όμως, είναι αμφίβολο αν θα διατηρηθεί και στις επόμενες εθνικές εκλογές.

Η νομαρχιακή επιρροή των κομμάτων της Αριστεράς παρέμενε, επίσης, σχεδόν αμετάβλητη και υψηλότερη από την αντίστοιχη βουλευτική. Ο Συνασπισμός, αν και με αυξημένη πλέον την αυτόνομη παρουσία του σε 42 νομαρχίες συγκέντρωσε ποσοστό 4,5% (300.000 ψήφους). Το ποσοστό, αλλά και οι ψήφοι του σε σύγκριση με το 2002 παραμένουν εντυπωσιακά αμετάβλητοι. Αντιστοίχως, η νομαρχιακή επιρροή του ΚΚΕ, συνυπολογίζοντας και τις επτά (7) νομαρχίες, όπου υποστηρίχθηκαν στελέχη του ΔΗΚΚΙ, υπολογίζεται σε 7,2% (479.812 ψήφοι), ποσοστό επίσης αμετάβλητο σε σχέση με το 2002. Στο χώρο της Αριστεράς, θα πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, η ενίσχυση της επιρροής της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (1,4%, έναντι 0,85% το 2002, ή 95.000 ψήφοι), φαινόμενο που εκφράστηκε εντονότερα στο επίπεδο των Δημοτικών (διάγραμμα).

Τέλος, η νομαρχιακή επιρροή του ΛΑΟΣ, στις περιοχές της αυτόνομης καθόδου (20) υπολογίζεται σε 2% (133.052 ψήφοι). Για το λόγο που εξηγήθηκε, το συγκεκριμένο ποσοστό ενδέχεται να υποεκτιμά την πιθανή σημερινή βουλευτική επιρροή του κόμματος, που προκύπτει με βάση τις δημοσκοπήσεις.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (21/10/2006) με τίτλο: “Η σημασία της ψήφου στις Νομαρχίες”