Νομαρχιακές εκλογές: “οιονεί Βουλευτικές”

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Η νομαρχιακή επιρροή των πολιτικών δυνάμεων δεν ταυτίζεται απολύτως με την εθνική (βουλευτική), ούτε πρέπει να ανάγεται ευθύγραμμα στη δεύτερη. Παρουσιάζει, εντούτοις, μεγάλες ομοιότητες, και για αυτό μπορεί κάλλιστα να συγκριθεί με αυτήν. Κατά συνέπεια, το αποτέλεσμα των Νομαρχιακών εκλογών προσφέρεται για την αξιόπιστη αποτίμηση της κοινωνικής επιρροής των κομμάτων στη δεδομένη συγκυρία, που πραγματοποιούνται.

Ως προς το χαρακτήρα τους, οι Νομαρχιακές εκλογές συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό με τις Βουλευτικές για αρκετούς λόγους: 1) Ο γεωγραφικός χώρος της εκλογικής αναμέτρησης για το Β’ βαθμό ΤΑ, που έχει επιλεγεί για λόγους ιστορικούς (ο Νομός), συνιστά βασικό σημείο σύγκλισης και συνέχειας Νομαρχιακών και Βουλευτικών εκλογών. 2) Το νέο εκλογικό σύστημα του 42% (Ν.3463/2006) και ίσχυσε για πρώτη φορά στις πρόσφατες εκλογές, αποτελεί τομή και βασικό σημείο περαιτέρω σύγκλισης των Νομαρχιακών εκλογών με τις Βουλευτικές. Και τούτο, γιατί το νέο εκλογικό σύστημα επιτρέπει στο κόμμα που κατέχει τη σχετική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα, να εξασφαλίζει και τη σχετική πλειοψηφία των αιρετών Νομαρχών. Η ανατροπή που επήλθε με την εκλογή 47 νομαρχών από τον Α΄ γύρο,σε αντίθεση 19 το 2002, είναι οφθαλμοφανής. 3) Στην πρόσφατη αναμέτρηση, ο ρόλος των κομματικών συμμαχιών, χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τις Νομαρχιακές από τις Βουλευτικές, υπήρξε ιδιαίτερα υποβαθμισμένος και περιθωριακός. Η ενδυνάμωση της αυτοτελούς παρουσίας των κομμάτων οφείλεται: α) στη διάρρηξη της συνεργασίας ΠΑΣΟΚ/ΣΥΝ, που περιορίσθηκε από 23 νομαρχίες το 2002, σε μόλις 6 σήμερα, ενισχύοντας, ταυτοχρόνως, και την πολιτική απομόνωση του ΠΑΣΟΚ, β) η αυτόνομη κάθοδος του ΛΑΟΣ, σε 20 νομαρχίες, καθώς και η επιλογή, ή αδυναμία καθόδου στις υπόλοιπες 34, που ενίσχυσε παραταξιακά τη ΝΔ και γ) η εκλογική περιθωριοποίηση του ΔΗΚΚΙ και η απορρόφηση ορισμένων τοπικών στελεχών του, από το ΚΚΕ. Συνολικά, από τις 54 νομαρχίες, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ κατήλθαν αυτόνομα σε 48, το ΚΚΕ σε 47, ο ΣΥΝ σε 42 και ο ΛΑΟΣ σε 20. 4) Με βάση την ανάλυση των κομματικών υποστηρίξεων των υποψηφίων για το νομαρχιακό αξίωμα προκύπτει, ότι η «κομματικοποίηση» ενισχύθηκε σημαντικά. Οι αμιγώς μονοκομματικές υποψηφιότητες αντιπροσωπεύουν στις πρόσφατες εκλογές, το 83% του συνόλου των υποψηφίων Νομαρχών. Στα 2/3 των Νομαρχιών, οι αναμετρήσεις υπήρξαν αμιγώς κομματικές (με 3 έως 5 κόμματα). Σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’90 (Ν1994 & Ν1998), από τις Ν2002 και ύστερα, καταγράφεται εμφανέστατα μεγαλύτερη κομματικοποίηση των υποψηφιοτήτων και δραστικός περιορισμός των διπλών ψηφοδελτίων κομματικής απειθαρχίας. Τα φαινόμενα κομματικής ανυπακοής στο επίπεδο των νομών υπήρξαν και φέτος ιδιαίτερα περιορισμένα. Οι «αντάρτες» από το χώρο της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αντιπροσωπεύουν πανελλαδικά μόλις το 2,4% του εκλογικού σώματος (170.000 ψήφοι), έναντι 6,8% το 2002. 5) Η εμπειρία εφαρμογής έδειξε, ότι οι Νομαρχιακές εκλογές λειτουργούν διαφορετικά από τις Ευρωεκλογές. Δεν πρόκειται για εκλογές «δεύτερης τάξης» τουλάχιστον με το περιεχόμενο που έχει αποκτήσει ο όρος στη σχετική βιβλιογραφία, διότι δεν παρουσιάζουν κανένα από τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται σε αυτές. Η σύγκριση Νομαρχιακών – Ευρωεκλογών – Βουλευτικών εκλογών είναι αποκαλυπτική. Και στις τρεις συγκρίσιμες περιπτώσεις: Β93/Ε94/Ν94, Ν98/Ε99/Β00 και Ν02/Β04/Ε04, αποδεικνύεται ότι η επιρροή των δύο κομμάτων διακυβέρνησης (ΠΑΣΟΚ/ΝΔ) εμφανίζεται στις Νομαρχιακές υψηλότερη από ό,τι στις Ευρωεκλογές. Τα ποσοστά των Νομαρχιακών τοποθετούνται συγκριτικά εγγύτερα στα αντίστοιχα ποσοστά κομματικής επιρροής των Βουλευτικών, παρά των Ευρωεκλογών. 6) Η αυξανόμενη προσωποποίηση της πολιτικής δεν αποτελεί την ειδοποιό διαφορά, το στοιχείο εκείνο που κατ’ εξοχήν διαφοροποιεί τις Νομαρχιακές από τις Βουλευτικές εκλογές. Ό,τι ισχύει για το νομάρχη, ισχύει και για τον βουλευτή. Η εντεινόμενη προσωποποίηση της πολιτικής συνιστά ένα γενικό πολιτικό φαινόμενο και συνδέεται ευθέως με δύο σύγχρονες τάσεις: α) την τάση υποβάθμισης των μαζικών κομμάτων, β) την κυριαρχία των ΜΜΕ στην πολιτική. Πρόκειται για ένα βαθύτερο μετασχηματισμό της σύγχρονης πολιτικής συνολικά, ανεξαρτήτως βαθμίδας εκπροσώπησης. 7) Οι δύο πρώτες Νομαρχιακές εκλογές (1994, 1998) διαφέρουν σημαντικά από τις τρίτες (2002) και τις τέταρτες (2006). Ενώ η συγκυρία 1994-1998 αποτέλεσε συγκυρία κλυδωνισμού του ελληνικού κομματικού συστήματος, αντιθέτως, η συγκυρία των εκλογών του 2002, υπήρξε συγκυρία επανασταθεροποίησης του δικομματισμού. Αντίστοιχα, η σημερινή (2006) επιβεβαιώνει τη, μετά το 2004, συντήρηση του δικομματισμού, υπό την κυριαρχία της ΝΔ. Το ποσοστό του δικομματισμού παρέμεινε στο 84,6%, έναντι 86% στις Βουλευτικές του 2004, αλλά και στις προηγούμενες Νομαρχιακές. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι αμιγώς κομματικές υποψηφιότητες που προέρχονται από τα δύο μεγάλα κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ) αυξήθηκε από 57 το 1998, σε 90 το 2002, και 96 το 2006 (πίνακας 3). 8 ) Και στις πρόσφατες Νομαρχιακές εκλογές, η συμμετοχή του εκλογικού σώματος (7.116.050 ψηφίσαντες), η βασικότερη παράμετρος της εκλογικής συμπεριφοράς, κυμάνθηκε και πάλι σε επίπεδα που προσιδιάζουν πολύ περισσότερο σε βουλευτική αναμέτρηση, παρά σε αναμέτρηση β’ τάξης. Η συνολική αποχή δεν παρουσίασε αξιόλογη αύξηση, σε σύγκριση με τις προηγούμενες Νομαρχιακές εκλογές. Ας σημειωθεί δε, ότι οι εκλογές του 2002 είχαν ήδη χαρακτηρισθεί από πρωτοφανή αύξηση της συμμετοχής, μεγαλύτερη και από εκείνη των εθνικών εκλογών του 2000. 9) Τόσο το 2002, όσο και το 2006: α) η διεξαγωγή κεντρικών προεκλογικών εκστρατειών τύπου εθνικών εκλογών, από τα δύο μεγάλα κόμματα, β) η υιοθέτηση κεντρικών πολιτικών μηνυμάτων και, γ) η άμεση εμπλοκή των πολιτικών αρχηγών στην προεκλογική κινητοποίηση, δημιούργησαν συνθήκες «άτυπης» εθνικής αναμέτρησης και οδήγησαν στην ανοικτή κομματικοποίηση των εκλογικών αναμετρήσεων.

Συμπερασματικά, οι Νομαρχιακές εκλογές, με σαφώς κρισιμότερο θεσμικό αντικείμενο (Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση), από ό,τι οι Δημοτικές, ή οι Ευρωεκλογές και εξ’ ορισμού μεγαλύτερη πολιτική σημασία, τοποθετούνται εγγύτερα στη βαθμίδα των εθνικών εκλογών και χαρακτηρίζονται εντονότερα από τον κομματικό ανταγωνισμό. Μιλώντας σχηματικά, θα έλεγε κανείς ότι -χωρίς να καθίστανται απολύτως όμοιες- τείνουν πολύ περισσότερο προς τις Βουλευτικές εκλογές και πολύ λιγότερο προς εκλογές Β’ τάξης («οιονεί Βουλευτικές»). Αυτό διαπιστώθηκε για πρώτη φορά καθοριστικά, στις Νομαρχιακές του 2002. Η διαφοροποίηση Νομαρχιακής/Βουλευτικής ψήφου ίσχυσε εντονότερα το 1994, λιγότερο το 1998, ενώ περιορίσθηκε αισθητά στις τρίτες Νομαρχιακές εκλογές του 2002 και ακόμη περισσότερο στις πρόσφατες.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (28/10/2006) με τίτλο: “”Οιονεί βουλευτικές” οι νομαρχιακές”