Βαρόμετρο, Μάιος 2004: Πρόθεση ψήφου στις Ευρωεκλογές της 13ης Ιουνίου: Σταθεροποίηση των βασικών τάσεων

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Στο τελευταίο -πριν την απαγόρευση δημοσίευσης αποτελεσμάτων δημοσκοπήσεων- κύμα του Βαρόμετρου της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ και του ΣΚΑΪ, καταγράφεται η σταθεροποίηση των βασικών παραμέτρων του πολιτικού κλίματος, καθώς και των τάσεων του εκλογικού σώματος. Η πρόθεση ψήφου δίδεται στο διάγραμμα 1, ενώ οι (όχι θεαματικές) εβδομαδιαίες μεταβολές στο διάγραμμα 2. Με βάση αυτά προκύπτει, ότι τόσο το προβάδισμα της ΝΔ, όσο και η -εξ αρχής καταγεγραμμένη- διεύρυνση της διαφοράς της από το ΠΑΣΟΚ αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά του δικομματικού ανταγωνισμού στη νέα αναμέτρηση. Σταθεροποίηση προκύπτει επίσης και για την πρόθεση ψήφου στα «επίσημα-μικρά» κόμματα του κομματικού συστήματος (ΚΚΕ,ΣΥΝ, ΛΑΟΣ), ενώ η εκτίμηση της τελικής επιρροής των «ανεπίσημων-μικρών» δεν είναι σήμερα ασφαλής.

Ακόμη, διαφαίνεται ότι ένα σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος που αθροιστικά υπολογίζεται στο 11%, έχει ήδη προσανατολισθεί με βεβαιότητα, ή «σκέπτεται» να επιλέξει την αποχή (διάγραμμα 3). Ο «σκληρός πυρήνας» της εκτιμώμενης (επιπλέον της συνήθους) πολιτικής αποχής, υπολογίζεται με βάση το Βαρόμετρο σε 6% του δείγματος, ποσοστό που αντιστοιχεί σε περισσότερους από 450.000 εκλογείς. Η πολιτική προέλευση αυτής της μερίδας, με βάση την ψήφο των Βουλευτικών της 7ης Μαρτίου, δίδεται στο διάγραμμα 4. Από εδώ προκύπτει η εκτίμηση, ότι η τάση αποχής είναι πιθανό να πλήξει σχετικά αναλογικά όλα τα γνωστά κόμματα, αλλά και ελαφρώς περισσότερο το ΠΑΣΟΚ.

Η ίδια, σχετικά δυσμενέστερη -για την ιδεολογική και πολιτική συνοχή του ΠΑΣΟΚ- εικόνα συνάγεται και από επιπλέον δείκτες της έρευνας, που διερευνούν τη βεβαιότητα της ψήφου. Το εκλογικό σώμα τείνει -απολύτως φυσιολογικά καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές- να διευκρινίζει σε μεγαλύτερο βαθμό τις προθέσεις του, σχετικά με την απόφαση ψήφου (διάγραμμα 7), εντούτοις, η εν λόγω τάση εμφανίζει σαφέστατη διαφοροποίηση μεταξύ των ψηφοφόρων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ (κατά 10% της εκλογικής δύναμής τους – διάγραμμα 8). Επιπλέον, μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, επικρατεί σε σχετικά μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι συμβαίνει στη ΝΔ η σκέψη να ψηφίσουν αυτήν τη φορά στις Ευρωεκλογές «διαφορετικό κόμμα» (διαγράμματα 10 και 11).

Σε γενικές γραμμές, βαδίζουμε σε εκλογές: α) περιορισμένου ενδιαφέροντος (διάγραμμα 6), που β) κυριαρχούνται από την ατζέντα της εσωτερικής διακυβέρνησης (διαγράμματα 14 και 15) και στις οποίες γ) ο νικητής είναι γνωστός (διάγραμμα 16).
Με δεδομένα τα προηγούμενα, οι επιτελείς του κυβερνώντος κόμματος επιδιώκουν την αύξηση της διαφοράς της ΝΔ από το ΠΑΣΟΚ, σε σύγκριση με τις πρόσφατες Βουλευτικές εκλογές, για δύο λόγους: Πρώτον, διότι ένα παρόμοιο εκλογικό αποτέλεσμα θα σταθεροποιήσει και πιθανώς να διευρύνει την ηγεμονία της ΝΔ και του κ.Καραμανλή στην πολιτική σκηνή, που επέφερε το εκλογικό αποτέλεσμα της 7ης Μαρτίου. Δεύτερον, διότι θα καταστήσει βαθύτερη και ενδεχομένως μακροβιότερη την κρίση (πολιτικής, στρατηγικής, φυσιογνωμίας και αποτελεσματικότητας) που διέρχεται μετά την ήττα του το ΠΑΣΟΚ, εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αντιπολιτευτική του ικανότητα. Εξέλιξη που προφανώς ευνοεί τη ΝΔ, ιδίως ενόψει της ιδιαίτερως δύσκολης μεταολυμπιακής φθινοπωρινής συγκυρίας.

Από την άλλη πλευρά, οι Ευρωεκλογές, παρά την «χαλαρότητα» που κυριαρχεί επιφανειακά, ενδέχεται να αποδειχθούν εκ των υστέρων (κάτι που συμβαίνει συχνά στην εκλογική ιστορία) ιδιαιτέρως κρίσιμες για το ΠΑΣΟΚ, διότι θα καταδείξουν ποιό είναι σήμερα το σημείο «στήριξης» της εκλογικής του επιρροής. Βασικός εκλογικός κίνδυνος για το ΠΑΣΟΚ είναι σήμερα η εγκατάλειψή του από εκείνο το τμήμα της εκλογικής του βάσης, που μετά την απώλεια της διακυβέρνησης, μπορεί πλέον να στραφεί άφοβα και ανενόχλητα προς τη νέα εξουσία. Για αυτόν το λόγο, το πρωτεύον για το ΠΑΣΟΚ στις επερχόμενες εκλογές μάλλον θα έπρεπε να είναι η εξασφάλιση της συσπείρωσης της εκλογικής του βάσης και όχι τόσο η περαιτέρω «ανανέωση», η οποία μάλιστα είναι και «καθολική». Η βασική ανανέωση του ΠΑΣΟΚ έχει ήδη συντελεσθεί κατά την προεκλογική περίοδο, με μια μείζονα πολιτική κίνηση, την αλλαγή της ηγεσίας και τη διαδοχή του κ.Σημίτη, από τον κ.Παπανδρέου. Η τελικώς ανακοινωθείσα λίστα της αντιπολίτευσης δείχνει να έχει τουλάχιστον τρεις συνέπειες: 1) Όχι μόνον δεν υποβοηθά την αποσαφήνιση μιας νέας πολιτικής φυσιογνωμίας, έστω και με τον αρνητικό τρόπο που αυτό πέτυχε η αμφίπλευρη διεύρυνση του ΠΑΣΟΚ στην προεκλογική περίοδο (Μάνος, Ανδιανόπουλος, Δαμανάκη, Ανδρουλάκης), αλλά αντιθέτως τη θολώνει και την καθιστά ασαφή. 2) «Εκκαθαρίζει» το σύνολο της προηγούμενης ευρωκοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος, γεγονός από μόνο του προβληματικό, διότι συνιστά άρρητη αποδοκιμασία και (αυτο)απαξίωσή του. 3) Αναδεικνύει στο κομματικό προσκήνιο μια νεότερη γενιά στελεχών, που δεν διακρίνονται για τους ιστορικούς δεσμούς τους με το συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Κίνηση που αφενός διακόπτει σχετικά βίαια τη συμβολική συνέχεια στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού του κόμματος και αφετέρου δυσχεραίνει την ταύτιση των ψηφοφόρων του με αυτό. Υπό αυτήν την έννοια, είναι αρκετά αμφίβολο αν θα κατορθώσει να εξουδετερώσει πλήρως, τόσο την τάση αποχής, όσο και τη «χαλαρότητα» της ψήφου που διακρίνονται σε ένα σημαντικό τμήμα της εκλογικής του βάσης.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

 

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (28/05/2004), με τίτλο: “Πρόβλημα συσπείρωσης στο ΠΑΣΟΚ”