Η εκλογική επιρροή των πολιτικών κομμάτων, 14 μήνες μετά τις Βουλευτικές εκλογές

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Μια συνοπτική περιοδολόγηση των μετεκλογικών διακυμάνσεων.

Ως προς τη διακύμανση της κοινωνικής υποστήριξης των κομμάτων, η μετεκλογική περίοδος των δεκατεσσάρων μηνών, που ακολούθησε τις κρίσιμες Βουλευτικές εκλογές του 2004, μπορεί σχηματικά να διαιρεθεί σε τέσσερις υποπεριόδους: 1) Μάρτιος – Ιούνιος 2004, 2) Ιούνιος – Οκτώβριος 2004, 3) Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2004, 4) Ιανουάριος – Μάιος 2005.

1) Από τις Βουλευτικές στις Ευρωεκλογές: Η εναλλαγή στη διακυβέρνηση και οι επιπτώσεις της.

Οι Bουλευτικές εκλογές του Μαρτίου αποτέλεσαν τομή για το γενικό πολιτικό κλίμα, τη δημοτικότητα της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Επιπλέον, η εναλλαγή στη διακυβέρνηση της χώρας είχε ως συνέπεια, να ενισχυθούν περαιτέρω οι τάσεις του εκλογικού σώματος, που κατέγραψε η κάλπη. Στη συνοπτική περιοδολόγηση που προτείνουμε, η πρώτη υποπερίοδος, που εκτείνεται από τις Βουλευτικές εκλογές του Μαρτίου, έως τις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004, υπήρξε -ευνόητα- περίοδος ενίσχυσης της νέας κυβέρνησης και αποδυνάμωσης του ΠΑΣΟΚ, που υπέστη το σοκ της ήττας και της απομάκρυνσης από την εξουσία. Αμέσως μετά τις εκλογές του Μαρτίου, η ΝΔ προσέγγισε -λόγω της δυναμικής που πυροδότησε το εκλογικό αποτέλεσμα το 47,5% (+2% από τις εκλογές), ενώ το ΠΑΣΟΚ υποχώρησε στο 36% (-4,5%, σε σχέση με τις εκλογές – διάγραμμα). Με βάση την ίδια (στατιστική) εκτίμηση, η «ψαλίδα» πρώτου/δεύτερου κόμματος εμφανίσθηκε αναμενόμενα διευρυμένη, στο 11,5%, το μεγαλύτερο ποσοστό που θα καταγραφεί κατά το μετεκλογικό διάστημα των 14 μηνών που έχουμε διανύσει. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η αυθόρμητη μετεκλογική δυσαρέσκεια, που εκδηλώθηκε μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ κατευθύνθηκε τόσο προς τη ΝΔ (μετεκλογικό σύνδρομο του νικητή και μεταστροφή προς τη νέα εξουσία), όσο και προς την Αριστερά (ΚΚΕ, ΣΥΝ).

Οι Ευρωεκλογές, που ακολούθησαν, μόλις τρεις μήνες αργότερα, υπήρξαν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, εκλογές χωρίς διακύβευμα. Αποτέλεσαν, απλώς, το «δεύτερο γύρο» των Βουλευτικών εκλογών, επισφραγίζοντας την εκλογική νίκη της ΝΔ και την ιστορική ήττα του ΠΑΣΟΚ. Ειδικά για το ΠΑΣΟΚ, οι Ευρωεκλογές του Ιουνίου 2004, θα αποτελέσουν τη σοβαρότερη εκλογική ήττα στην ιστορία του κόμματος. Μάλιστα, με βάση τον αριθμό των ψήφων που έλαβε στις Ευρωεκλογές (2.074.000), το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε τη χαμηλότερη κοινωνική επιρροή της 15ετίας, από το 1981. Ιστορικά, μικρότερο αριθμό ψήφων, είχε συγκεντρώσει το ΠΑΣΟΚ μόνον το 1974 (666.000) και το 1977 (1.300.000), όταν κατέλαβε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Επιπλέον, το (πραγματικό-όχι δημοσκοπικό) ευρωεκλογικό αποτέλεσμα θα καταγράψει (πριν από 11 μήνες) τη μεγαλύτερη «ψαλίδα» (9 εκατοστιαίες μονάδες), σε ολόκληρη τη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία, μετά το 1981.

2) Ιούνιος – Οκτώβριος 2004: Ολυμπιακή ευφορία και «επίδραση συσπείρωσης»

Και η περίοδος που ακολούθησε τις Ευρωεκλογές υπήρξε περίοδος περαιτέρω ενίσχυσης της ΝΔ. Τώρα, όμως, λόγω της έκτακτης (και ανεπανάληπτης) κοινωνικής ευφορίας που προκάλεσε η ελληνική επιτυχία στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου και η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Το γεγονός αυτό, προκάλεσε μια ιδιότυπη «επίδραση συσπείρωσης» (rally-effect, κατά τη σχετική δημοσκοπική ορολογία) γύρω από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό. Πράγματι, σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το διάστημα από τη VPRC, για λογαριασμό του Αθήνα 2004, η αποδοχή του κυβερνητικού και πρωθυπουργικού έργου καταγράφηκε σε πρωτοφανή, για την μικρή ιστορία των ελληνικών δημοσκοπήσεων ποσοστά, της τάξης του 65-70%. Η ΝΔ στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή. Το όφελος από τη συνάρθρωση πολιτικής ευεξίας, λόγω της πολιτικής μεταβολής, και κοινωνικής, λόγω της επιτυχίας των Ολυμπιακών Αγώνων, που κυριάρχησε στο εκλογικό σώμα, πιστώθηκε, κατά βάση, στη νέα διακυβέρνηση. Τον Οκτώβριο του 2004, στην πραγματική απαρχή, του νέου πολιτικού κύκλου, η εκλογική επιρροή της ΝΔ είχε προσεγγίσει το 48% (διάγραμμα). Η διαφορά από το ΠΑΣΟΚ παρέμενε σε 10,5 μονάδες.

3) Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2004: Επιστροφή στην «ομαλότητα» της κοινωνικής δυσαρέσκειας

Από τον περασμένο Οκτώβριο, το γενικό πολιτικό κλίμα επιστρέφει σταδιακά στην «ομαλότητα», δηλαδή στη γενικευμένη κοινωνική ανασφάλεια και δυσαρέσκεια από τη διακυβέρνηση, που αποτελεί για τα κόμματα εξουσίας, το γνώριμο κοινωνικό περίγυρο και τον κανόνα, σχεδόν για τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ωστόσο, και σε αυτήν την τελευταία υποπερίοδο του εκλογικού έτους 2004, η φθορά της ΝΔ παρέμεινε περιορισμένη, όπως αντίστοιχα και η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ. Οι βασικές πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης σε αυτήν την περίοδο, όπως η απογραφή, η καταπολέμηση της διαπλοκής και της διαφθοράς, η διαφάνεια, κλπ., συγκέντρωναν σημαντικά ποσοστά κοινωνικής υποστήριξης, της τάξης του 60-65%. Επιπλέον, η επιτυχής επιλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, που συγκέντρωσε επίσης υψηλά ποσοστά αποδοχής (70-75%), εξασφάλισε στη ΝΔ την κυριαρχία στην πολιτική σκηνή και τη διατήρηση της πρωτοβουλίας των κινήσεων. Επομένως, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός, ότι τον Δεκέμβριο, η εκλογική της επιρροή είχε συγκρατηθεί στο 47%, σχεδόν δύο μονάδες πάνω από την εκλογική της επιρροή, με την αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ να έχει ανέλθει στο 38% και την απόσταση πρώτου/δεύτερου κόμματος να παραμένει στις 9 εκατοστιαίες μονάδες (διάγραμμα).

4) Ιανουάριος – Μάιος 2005: Φθορά της ΝΔ και περιορισμένη ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ

Η περίοδος που εγκαινιάσθηκε με το νέο έτος, ιδίως από το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου 2005 και εξής, χαρακτηρίζεται από τη σημαντική φθορά της ΝΔ και, από την άλλη πλευρά, τη σχετική ανασύνταξη του ΠΑΣΟΚ. Η φθορά της ΝΔ επιταχύνθηκε ιδίως κατά το διάστημα Φεβρουαρίου-Μαρτίου. Η ραγδαία επιδείνωση του γενικού πολιτικού κλίματος, που παρατηρήθηκε, οφείλεται σε μια σειρά κυβερνητικές αστοχίες και συγκυριακούς παράγοντες: εκδήλωση της ανοικτής κρίσης στην Εκκλησία και τη Δικαιοσύνη, όξυνση της αντιπαράθεσης κυβέρνησης – αντιπολίτευσης (με απαρχή την ψήφιση του νομοσχεδίου για το Βασικό Μέτοχο – 20/1), αντιπαράθεση κυβέρνησης – Ευρωπαϊκής Επιτροπής (21/3), εξαγγελία της νέας οικονομικής πολιτικής (29/3), κ.α.

Συνολικά, στο επτάμηνο Οκτωβρίου 2004-Απριλίου 2005, η εκλογική επιρροή της ΝΔ υποχώρησε σημαντικά, από το 48% στο 43,5%. Σημειώνοντας συνεχείς απώλειες, αθροιστικά, της τάξης των 4,5 εκατοστιαίων μονάδων, βρέθηκε, σύμφωνα με την εκτίμηση, για πρώτη φορά τον περασμένο Μάρτιο και ακριβώς ένα χρόνο μετά τις εκλογές, κάτω από το εκλογικό της ποσοστό. Ωστόσο, στην τελευταία μέτρηση της VPRC, μετά το Πάσχα, αυτή η πτωτική της πορεία δείχνει -προς το παρόν- να ανακόπτεται. Η σημερινή επιρροή της ΝΔ (Μάιος) υπολογίζεται σε 43,5%, ενώ η απόστασή της από το ΠΑΣΟΚ διατηρείται σε ασφαλή επίπεδα, της τάξης του 4,5%. Παράλληλα, από το περασμένο φθινόπωρο άρχισε και η σταδιακή επανασυσπείρωση του ΠΑΣΟΚ. Με μοχλό τις διαδικασίες του Συνεδρίου του (3-6/3/05), επανέφερε το Φεβρουάριο την εκλογική του επιρροή στα επίπεδα των Βουλευτικών εκλογών (40% – διάγραμμα). Ταυτόχρονα, η θέση του Γ.Παπανδρέου ενισχύθηκε σημαντικά. Ωστόσο, το κομματικό Συνέδριο δεν φαίνεται να είχε ευρύτερες ευεργετικές επιπτώσεις για την εικόνα και την κοινωνική απήχηση του κόμματος. Σε αυτά τα επίπεδα επιρροής έδειξε να σταθεροποιείται, σημειώνοντας μάλιστα στις μετρήσεις που ακολούθησαν και ελαφρά κάμψη. Με βάση τη μέτρηση του Μαΐου, η εκλογική δύναμη του ΠΑΣΟΚ υπολογίζεται σήμερα σε 39% (διάγραμμα).

Οι μεταβολές που καταγράφονται στην εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων, σήμερα, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθούν θεαματικές. Η μείωση του δικομματισμού σε ποσοστό 82,5%, (από 86% στις βουλευτικές και 77% στις Ευρωεκλογές), οι περιορισμένες απώλειες της ΝΔ, η καθήλωση του ΠΑΣΟΚ, η μικρή ενίσχυση της Αριστεράς (11%, έναντι 9,2% στις εκλογές) και του ΛΑΟΣ (3,5%, έναντι 2,2%), που πολύ πρόωρα βαφτίστηκε ενίσχυση των «άκρων», δεν συνιστούν ανατροπή, ίσως ούτε καν σημαντική τροποποίηση του πολιτικού σκηνικού. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Θεαματικές εκλογικές μετατοπίσεις παρατηρούνται μόνον όταν συμβαίνουν σημαντικά γεγονότα, πολιτικές, ή κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Η κυβέρνηση Σημίτη αποδοκιμάστηκε, εκλογικά, ύστερα από μια σφοδρή κοινωνική σύγκρουση με τα ιστορικά κοινωνικά της ερείσματα (ασφαλιστικό), μια ακόμη σφοδρότερη ιδεολογική σύγκρουση με την Εκκλησία, και την αιφνιδιαστική οικονομική καταστροφή ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων (χρηματιστήριο). Αντίστοιχης εμβέλειας γεγονότα δυσκολεύεται να διακρίνει κανείς σήμερα. Η ρευστότητα της ψήφου, που επιχειρείται να εμφανισθεί από ορισμένους αναλυτές είναι μάλλον πλασματική.

Η διευρυνόμενη κοινωνική δυσαρέσκεια και οικονομική ανασφάλεια είναι σημαντικές παράμετροι του πολιτικού ανταγωνισμού και κάθε δυτικού πολιτικού συστήματος, αλλά δεν «ρίχνουν» από μόνες τους τις κυβερνήσεις. Για τη μετατροπή της διάχυτης δυσαρέσκειας σε αποκρυσταλλωμένο εκλογικό ρεύμα απαιτούνται δύο συμπληρωματικές προϋποθέσεις: α) Η κύρια ευθύνη για (την κακή) πορεία της διακυβέρνησης και της οικονομίας να χρεώνεται στην υπάρχουσα κυβέρνηση. β) Να υφίσταται συγκροτημένη εναλλακτική και ξεκάθαρη λύση, η οποία να συγκεντρώνει ευδιάκριτα τις προτιμήσεις των πολιτών. Οι έρευνες κοινής γνώμης, αν ειδωθούν χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της προπαγάνδας, αποδεικνύουν, ότι καμία από αυτές τις δύο προϋποθέσεις δεν υφίσταται, τουλάχιστον προς το παρόν.

Το διάγραμμα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (15/05/2005) με τίτλο: “Η εκλογική επιρροή των κομμάτων”