Βαρόμετρο, Ιούλιος 2007: Η κοινωνική δυσαρέσκεια εντείνεται, η διαφορά παραμένει

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Ελάχιστους μήνες πριν από την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, το μηνιαίο Βαρόμετρο της VPRC/PUBLIC ISSUE, για τον ΣΚΑΪ καταγράφει σημαντική επιβάρυνση του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος. Η μαζική θερινή πολιτική δυσαρέσκεια που εκδηλώνεται με αφορμή την πυρκαγιά της Πάρνηθας έχει ως βασική αιτία τη δομική ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού, αλλά όχι μόνον, όπως πιστεύουν αρκετοί. Στους προσδιοριστικούς της παράγοντες, θα πρέπει επίσης να προστεθούν: α) η παρατεταμένη μονοθεματική αντιπαράθεση για την υπόθεση των ομολόγων (της διαφθοράς), που μάλλον συμπαρασύρει και την αντιπολίτευση, παρά την ωφελεί και βεβαίως β) η εκτός των κοινωνικών προτεραιοτήτων -για τούτο εξαιρετικά βαρετή για το κοινωνικό σώμα- και στην ουσία απολίτικη και αυτό-αναπαραγόμενη συζήτηση για τις πρόωρες εκλογές και τον εκλογικό νόμο, που διαρκεί σχεδόν ένα χρόνο!

Η μάλλον ανεξέλεγκτη πλέον πολιτική δυναμική, υπό την καθοδήγηση του «μιντιακού» συστήματος, που οδηγεί στις πρόωρες εκλογές «χωρίς διακύβευμα», έχει ως αποτέλεσμα να ενισχύονται, όχι μόνον οι «αντιδικομματικές», αλλά ως ένα βαθμό και οι γενικότερες «αντικομματικές» διαθέσεις του εκλογικού σώματος. Διαθέσεις, που ενδέχεται -για πρώτη φορά- να «απειλούν» ακόμη και τα τρία μικρότερα (από άποψη εκλογικής επιρροής) κόμματα του κομματικού συστήματος. Η επιχειρούμενη πόλωση μεταξύ των δύο βασικών κομμάτων και, παράλληλα, η γενικευμένη αντιπαράθεση μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» κομμάτων (όλοι εναντίον όλων), ενώ για το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος λειτουργεί συσπειρωτικά, για ένα όχι ευκαταφρόνητο τμήμα του, αποδεικνύεται αναποτελεσματική και οδηγεί στην αντίδραση και στην απόρριψη.

Εκδηλώσεις αυτής της τάσης είναι τόσο η ενίσχυση των λεγόμενων «λοιπών» μικρών κομμάτων (+0.5%), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η νεοσύστατη Δημοκρατική Αναγέννηση του κ. Παπαθεμελή (1%), οι «Οικολόγοι» (1%) και η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (0,5%), όσο και η αύξηση της προτίμησης προς τις επιλογές του λευκού και του άκυρου, που καταγράφηκε στην ερώτηση της (αδιευκρίνιστης) πρόθεσης ψήφου της παρούσας μέτρησης, (+2,4%, ή ποσοστό 10,5% τον Ιούλιο, έναντι 8,1% τον Ιούνιο).
Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, δεν μπορεί να αποκλειστεί -σήμερα- και μια ενδεχόμενη αύξηση της αποχής στις προσεχείς εκλογές, πιθανώς της έκτασης που παρατηρήθηκε στις πρόσφατες Νομαρχιακές εκλογές. Πρόκειται για φαινόμενα εκλογικής συμπεριφοράς που έχουν συνδεθεί περισσότερο με εκλογές β΄τάξης, όπως είναι οι Ευρωεκλογές και λιγότερο με Βουλευτικές εκλογές. Ανάλογα συμπτώματα είχαν εμφανισθεί στο ελληνικό εκλογικό σώμα, κατά την περίοδο 1996-1999. περίοδο κατά την οποία το δικομματικό σύστημα είχε υποστεί «ρωγμές». Υπενθυμίζεται, ότι το ποσοστό της αθροιστικής δικομματικής επιρροής εκτιμάται σήμερα σε 81% (έναντι 82% τον Ιούνιο). Εμφανίζεται δηλαδή σημαντικά μειωμένο (κατά 5 εκατοστιαίες μονάδες), σε σύγκριση με το ποσοστό που είχαν συγκεντρώσει τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του 2004 (85,9%) και εγγύτερα στο αντίστοιχο των εκλογών του 1996 (79,3%), όταν ο ελληνικός δικομματισμός είχε καταγράψει το χαμηλότερο ποσοστό της 25ετίας, οδηγώντας στην πλέον πολυκομματική (5κομματική) Βουλή της Μεταπολίτευσης. Για αυτό και η σημερινή εικόνα για την κατανομή της κοινωνικής επιρροής των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και η πρόβλεψη για την κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών που αυτή συνεπάγεται (επίσης 5κομματική Βουλή), αν βεβαίως επιβεβαιωθούν από το νέο εκλογικό αποτελέσμα, διόλου αβάσιμα μπορεί να παρομοιαστεί με ένα «αντεστραμμένο 1996».

Ωστόσο, το κεντρικό πολιτικό σκηνικό που τείνει να διαμορφωθεί, δεν δείχνει να ανατρέπει, ή πολύ περισσότερο να απειλεί την (αποδυναμωμένη) εκλογική κυριαρχία της κυβερνητικής παράταξης. Με βάση την (στατιστική) εκτίμηση της εταιρείας Public Issue, η οποία βασίζεται στη χρονοσειρά των τηλεφωνικών ερευνών πρόθεσης ψήφου που πραγματοποιεί η εταιρεία VPRC, τον Ιούλιο, τόσο η εκλογική επιρροή της ΝΔ, όσο και η αντίστοιχη του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζουν συγκυριακά υποχώρηση και υπολογίζονται, αντιστοίχως σε 42.5% και σε 38.5%. Τα εν λόγω ποσοστά, επαναφέρουν την εκλογική επιρροή των δύο κομμάτων στα επίπεδα που είχαν προσεγγίσει, αμέσως μετά τις Δ/Ν εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι από το Μάρτιο του 2004, έως σήμερα, το χαμηλότερο ποσοστό επιρροής της ΝΔ που έχει εκτιμηθεί είναι το 41.5% (Φεβρουάριος, Απρίλιος και Ιούνιος 2006), ενώ το αντίστοιχο του ΠΑΣΟΚ, από τον Ιανουάριο του 2005 είναι το 38% (Ιούνιος 2005 και Ιούλιος 2006).

Η «ψαλίδα» μεταξύ των δύο κομμάτων παραμένει στις 4 εκατοστιαίες μονάδες. Είναι αυτονόητο, ότι η εν λόγω εκτίμηση για το επερχόμενο εκλογικό αποτέλεσμα διαφοροποιείται ριζικά από το σύνολο εκείνων των εκτιμήσεων, που εκτιμούν ισοδυναμία μεταξύ των δύο κομμάτων και διαφορές μικρότερες της μιας εκατοστιαίας μονάδας. Πχ. εκτιμήσεις της τάξης του 0,2% (ΑΛΚΟ/ALTER), 0,4% (MARC/ANT1), 1% (GPO/MEGA), βλέπε σχετικά εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 24/6/2007. Σχετικά με αυτό το ζήτημα, το οποίο αποτελεί συστηματικά από το 2004 πεδίο εφαρμογής μιας καθαρά προπαγανδιστικής χρήσης των δημοσκοπήσεων, θα πρέπει να τονιστεί, ότι με μοναδική εξαίρεση την περίπτωση της κρίσης των υποκλοπών (2%, Φεβρουάριος-Απρίλιος 2006), που συνέπεσε με το μέσον του εκλογικού κύκλου, η διαφορά των δύο κομμάτων, ουδέποτε περιορίσθηκε σε ποσοστό μικρότερο των 2,5 εκατοστιαίων μονάδων. Από τον Ιούνιο του 2006 (3%), λόγω της ενεργοποίησης των κομματικών ταυτίσεων που προκάλεσαν οι Δ/Ν εκλογές, μέχρι και το Δεκέμβριο του 2006, η «ψαλίδα» ακολούθησε ανοδική πορεία προσεγγίζοντας ποσοστό 4.5% στη μέτρηση του Δεκεμβρίου. Κατά τη διάρκεια του Α’ εξαμήνου του 2007, η κρίση της εκπαίδευσης και η υπόθεση των ομολόγων, είχαν ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της διαφοράς σε επίπεδα της τάξης του 3% (Μάιος 2007), εξέλιξη, ωστόσο, που αποδείχθηκε συγκυριακή και δεν είχε συνέχεια.

Η διατήρηση του συσχετισμού μεταξύ των δύο κομμάτων, αν και πάντοτε σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα του 2004, δεν οφείλεται μόνον στη μερική απορρόφηση των ρωγμών, που υπέστη η κυβερνητική εικόνα, λόγω της υποχώρησης στην επικαιρότητα των σχετικών κρίσεων, αλλά, κυρίως, στις αδύνατες επιδόσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνον δεν εμφανίζει σημεία ανάκαμψης, αλλά από το Μάιο του τρέχοντος έτους φαίνεται να ακολουθεί και πτωτική τάση: Η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ εκτιμάται σήμερα σε 38.5%, έναντι 39% τον Ιούνιο (μηναία μείωση -0,5%) και 39.5% τον περασμένο Μάιο. Από το 2004 μέχρι σήμερα, η εκλογική επιρροή του ΠΑΣΟΚ προσέγγισε, στην εκτίμηση της PUBLIC ISSUE, το 40%, μόνον δύο φορές: το Φεβρουάριο και το Μάρτιο του 2005. Έκτοτε, και καθ’ όλη τη διάρκεια των 26 μηνών που έχουν μεσολαβήσει, δεν υπερέβη ποτέ το 39,5%.

Δημοτικότητα πολιτικών αρχηγών

Στη μέτρηση του Ιουλίου, όλες ανεξαιρέτως οι δημοτικότητες των πολιτικών αρχηγών εμφανίζονται μειωμένες, γεγονός που συνιστά μια επιπλέον και σαφή ένδειξη των αυξανόμενων αντικομματικών διαθέσεων του εκλογικού σώματος.

Λόγω της αυξανόμενης προσωποποίησης της κομματικής αντιπαράθεσης, που επιδιώκει ο κ.Παπανδρέου, η συγκριτική ανάλυση της δημοτικότητας των δύο ισχυρότερων πολιτικών αρχηγών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όπως διακρίνεται στο σχετικό διάγραμμα 6, η δημοτικότητα και των δύο πολιτικών αρχηγών ακολούθησε ήδη από την επαύριο των Ολυμπιακών Αγώνων σταθερά πτωτική πορεία. Και για τους δύο αντιπροσωπεύει σήμερα, περίπου το 70% εκείνης, που το Βαρόμετρο -σε στιγμές μοναδικής και «στιγμιαίας» κοινωνικής ευφορίας- κατέγραψε το Νοέμβριο του 2004 (57% για τον κ.Καραμανλή, έναντι 82% και 45%, έναντι 66% για τον κ.Παπανδρέου).

Ωστόσο, στην εικόνα του Γ.Παπανδρέου θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
1) Η δημοτικότητα του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης καταγράφει, μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, τη μεγαλύτερη και ασφαλώς ανησυχητική για τον ίδιο μείωση του διμήνου (-4%), ενώ τη μικρότερη (-1%) η αντίστοιχη του σημερινού πρωθυπουργού.
2) Εξακολουθεί να υπολείπεται σημαντικά της αντίστοιχης του Κ.Καραμανλή και μάλιστα με αυξημένη διαφορά (12%, έναντι 9% προηγουμένως).
3) Καταγράφει για πρώτη φορά μετά το 2004 μηδενικό ισοζύγιο θετικών/αρνητικών κρίσεων (45%, έναντι 45%), σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό, το μόνο μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, που σταθερά και διαχρονικά διατηρεί ισχυρό πλεόνασμα 22 εκατοστιαίων μονάδων. Μάλιστα, το ποσοστό 45% αρνητικών κρίσεων για τον κ. Παπανδρέου είναι το υψηλότερο που έχει καταγράψει το Βαρόμετρο από τον Ιανουάριο του 2004 (διάγραμμα 7). Είναι χαρακτηριστικό, ότι τη στιγμή της ανάληψης της αρχηγίας του ΠΑΣΟΚ, οι αρνητικές κρίσεις για το πρόσωπό του περιορίζονταν στο 34%, ενώ του κ.Καραμανλή στο 38%, ήταν δηλαδή σχετικά υψηλότερες από τις σημερινές.
4) Παρά τις συνεχείς προσωπικές επιθέσεις και την προσπάθεια αποδόμησης της πρωθυπουργικής εικόνας που επιχείρησε, ο συσχετισμός στο δείκτη πρωθυπουργικής καταλληλότητας, παραμένει «απελπιστικά» (στερεοτυπικά) καθηλωμένος, σε μια σχέση 2:1 υπέρ του Κ.Καραμανλή (49%, έναντι μόλις 25%, αμετάβλητο σε σύγκριση με τον Ιούνιο – διάγραμμμα 3).

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Slide17.JPG image45.jpg image46.jpg image47.jpg image48.jpg image49.jpg image50.jpg image51.jpg

image52.jpg Slide16.JPG Slide15.JPG

Δημοσιεύθηκε στην ειδική έκδοση του ΣΚΑΪ στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (22/07/2007)

Το σχετικό Βαρόμετρο