Η ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη και η προοπτική συνύπαρξης με την άλλη πλευρά

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Το Νοέμβριο του 2002, η αιφνιαδιαστική προώθηση του αρχικού σχεδίου Αναν, ενέγραψε στην ημερήσια διάταξη την προοπτική λύσης του Κυπριακού και κατέστησε για πρώτη φορά «ορατές» στην ελληνοκυπριακή κοινή γνώμη τις αναπόφευκτες και ραγδαίες αλλαγές, που θα επιφέρει η λύση στην καθημερινή ζωή, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Από τότε, έγινε φανερό, και αυτή η εκτίμηση κάθε άλλο παρά αποδυναμώθηκε στη συνέχεια, ότι η ελληνοκυπριακή κοινωνία δεν είχε προετοιμασθεί για την ανατροπή στις κοινωνικές ισορροπίες που εδραιώθηκαν, στη βάση του εθνικού διαχωρισμού, μετά το 1974.Μετά από δεκαετίες αποξένωσης, η προοπτική συμβίωσης με το σύνοικο στοιχείο αποτέλεσε και πάλι αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Αρχικά, παρά την ενίσχυση της ανασφάλειας και της φοβίας ως προς την μελλοντική συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων, που προκάλεσε στην ελληνοκυπριακή κοινωνία, η συμβίωση Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων μετά τη λύση του Κυπριακού φάνηκε να είναι εφικτή. Όπως αποδεικνύεται από τις έρευνες κοινής γνώμης, η δύναμη της «αδράνειας» έδειχνε τον Ιανουάριο του 2003 να έχει ξεπερασθεί. Πριν από ένα χρόνο περίπου, τα ¾ της ελληνοκυπριακής κοινωνίας προτιμούσαν να «βρεθεί συμβιβαστική λύση επανένωσης με αμοιβαίες υποχωρήσεις» παρά «να παραμείνουν τα πράγματα όπως ήταν μέχρι σήμερα» (διάγραμμα 1). Τα 2/3 των Ελληνοκυπρίων δεν διακατέχοντο από εχθρικά συναισθήματα για την απέναντι πλευρά και αποδέχοντο την άποψη ότι οι δύο κοινότητες είναι καλύτερο να «ζουν μαζί», παρά «να ζουν χωριστά» (διάγραμμα 2). Επιπλέον, η πλειοψηφία της ελληνοκυπριακής κοινής γνώμης εκτιμούσε ότι: «Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα μπορέσουν να ζήσουν μαζί μετά τη λύση του Κυπριακού, χωρίς προβλήματα και συγκρούσεις». Την πεποίθηση αυτή ασπαζόταν πέρυσι το 55% των Ελληνοκυπρίων, ενώ το ποσοστό εκείνων που διατηρούσαν αμφιβολίες, ή ήταν πεπεισμένοι ότι μια τέτοια προοπτική δεν είναι ρεαλιστική, περιορίζετο στο 37% του εκλογικού σώματος (διάγραμμα 3).

Δεκατέσσερις μήνες μετά, η εικόνα εμφανίζεται αρκετά διαφοροποιημένη. Η κοινωνική συναίνεση που θα εξασφάλιζε τη βιωσιμότητα της λύσης φαίνεται ότι έχει περιορισθεί δραστικά. Μια ισχυρή μερίδα της ελληνοκυπριακής κοινωνίας διακατέχεται έντονα από ανασφάλεια και φοβία (37%, στις αρχές του 2003, 44% σήμερα). Σε σύγκριση μάλιστα με τα αποτελέσματα αντίστοιχης έρευνας προ τετραετίας, οι αισιόδοξες κρίσεις εμφανίζονται σήμερα σημαντικά μειωμένες (50%, έναντι 65% το 2000) και οι απαισιόδοξες κρίσεις αυξημένες (44%, έναντι 29% το 2000). Τα κοινωνικά χαρακτηριστικά αυτής της άποψης είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά. Η καχυποψία απέναντι στην άλλη πλευρά εκδηλώνεται εντονότερα μεταξύ της νεότερης γενιάς. Εμφανίζεται ως πλειοψηφική στάση κυρίως στην ηλικιακή ομάδα 18-24 ετών, τα 2/3 της οποίας (57%, έναντι 32%) αποδέχεται τη γνώμη, ότι «η συμβίωση δεν είναι δυνατή», αλλά και στη δυναμική ομάδα 35-44 ετών (52%, έναντι 45%). Το ρεύμα του εθνικού(/κοινωνικού) διαχωρισμού είναι εντονότερο μεταξύ των γυναικών, των προσφύγων και του ενεργού πληθυσμού. Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός, ότι περισσότερο επιφυλακτικά, απέναντι στην προοπτική της συμβίωσης, εμφανίζονται τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, που πολιτικά εκφράζονται κυρίως από το ΔΗΣΥ, αλλά επίσης και τα μεσαία στρώματα της ελληνοκυπριακής κοινωνίας, ανώτερης και μεσαίας μόρφωσης, με εξάρτηση από τη δημόσια απασχόληση. Είναι προφανές, ότι η αρνητική προδιάθεση της συγκεκριμένης κατηγορίας σχετίζεται περισσότερο με τις εκτιμώμενες επιπτώσεις από τις αλλαγές στη δομή του κράτους, που θα επέλθουν με την υλοποίηση της νέας ομοσπονδιακής μορφής του. Πρόκειται ωστόσο, για την πολιτική ελίτ (την «κυβερνώσα τάξη») που θα κληθεί να στελεχώσει τους νέους θεσμούς.

Οι νεότερες γενιές των Ελληνοκυπρίων μεγάλωσαν χωριστά, δεν γνωρίζουν τον «Άλλο», δεν μιλάνε τουρκικά, ενώ οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων είχαν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα διαρραγεί. Τόσο το ιδεολογικό κλίμα που εμπεδώθηκε μετά την εισβολή, όσο και ιδίως το γενικότερο διεθνές κλίμα των εθνικών αντιπαραθέσεων και εθνοτικών συγκρούσεων της δεκαετίας του ’90 ενίσχυσαν το ρεύμα υπέρ της χωριστής συμβίωσης που αναπαράγει η διατήρηση της σημερινής κατάστασης. Αντιθέτως, οι μεγαλύτερες γενιές που διέθεταν εμπειρία συμβίωσης, έδειχναν στην πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων πολύ λιγότερο προκατειλλημένες και σίγουρες για τη δυνατότητα ειρηνικής συνύπαρξης των δύο κοινοτήτων. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στις αρχές του 2003, πριν από τις Προεδρικές εκλογές που ανέδειξαν τον Τάσσο Παπαδόπουλο (2/2003), το ποσοστό αρνητικών εκτιμήσεων μεταξύ των περισσότερο ηλικιωμένων Ελληνοκυπρίων (άνω των 55 ετών) εμφανιζόταν συρρικνωμένο, μόλις στο 1/5 (17-18%, διάγραμμα 4). Σε σύγκριση με αυτήν την αρχική εικόνα, η μετατόπιση που έχει συντελεσθεί, κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, στις μεσαίες ηλικιακές ομάδες άνω των 45 ετών, είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού.

Για τις σχέσεις των δύο κοινοτήτων είναι επίσης αρκετά χαρακτηριστικά και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις επισκέψεις στα κατεχόμενα. Με βάση τα στοιχεία της συνδρομητικής έρευνας Metrisis (9/2003), μετά το άνοιγμα των συνόρων (Απρίλιος 2003), μόνον οι 4 στους 10 Ελληνοκυπρίους πολίτες (43%) επισκέφθηκαν τις κατεχόμενες περιοχές (διάγραμμα 5). Μεταξύ των προσφύγων, το εν λόγω ποσοστό προσεγγίζει το 71% (7 στους 10 πρόσφυγες), ενώ μεταξύ των γηγενών περιορίζεται μόλις στο 28% (3 στους 10 γηγενείς). Το γεγονός αυτό σημαίνει, ότι ο γηγενής πληθυσμός των Ελληνοκυπρίων δεν επέδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να επισκεφθεί τις κατεχόμενες περιοχές. Και πάλι, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των επισκεπτών παραρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνον ο 1 στους 3 νέους ηλικίας 18-24 ετών και 25-34 ετών επισκέφθηκαν τα κατεχόμενα. Θα πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι το άνοιγμα των συνόρων και η επαφή με τους Τουρκοκύπριους δεν επέδρασε βελτιωτικά στη γνώμη των Ελληνοκυπρίων για τους γείτονές τους. Οι 4 στους 10 που διέβησαν τα σύνορα (43%), επηρεάσθηκαν αρνητικά στη γνώμη τους για τους Τουρκοκύπριους, μόνον 2 στους 10 (23%) θετικά, ενώ για το 1/3 (34%) η γνώμη δεν μεταβλήθηκε (διάγραμμα 5). Τέλος, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του ΡΙΚ (7/4/2004), η διαβίωση σε περιοχές υπό Τουρκοκυπριακή διοίκηση «δεν θα ενοχλούσε», μόλις 2 στους 10 ερωτηθέντες διάγραμμα 6).
Ο κοινωνικός και όχι πολιτικός χαρακτήρας των στάσεων απέναντι στη συνύπαρξη με τους Τουρκοκύπριους επιβεβαιώνεται και από την ανάλυση των κομματικών προτιμήσεων. Στην κοινωνική βάση των σημαντικών κυπριακών κομμάτων δεν αποκαλύπτεται κάποια ουσιώδης διαχωριστική γραμμή, γεγονός, ωστόσο που καθίσταται σήμερα ιδιαίτερα προβληματικό για τις ηγεσίες των μεγάλων κομμάτων.

Η διατήρηση και αναπαραγωγή του διαχωρισμού των κοινοτήτων, επι τρεις περίπου δεκαετίες, έχει οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση στερεοτυπικών -κατ΄ουσίαν- παραστάσεων, σχετικά με τις προοπτικές επίλυσης του εθνικού ζητήματος. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, όπως προκύπτει από τη διαχρονική διερεύνηση των τάσεων της κυπριακής Κοινής Γνώμης, παρατηρήθηκε μια εντεινόμενη τάση εθνικού διαχωρισμού. (Βλέπε σχετικά τις έρευνες πολιτικής κουλτούρας που διεξάγει το ΡΙΚ από το 1996). Με την πάροδο του χρόνου, αυξήθηκε σταθερά το ποσοστό των Ελληνοκυπρίων πολιτών που προτιμούν κάποια λύση εθνικού διαχωρισμού των δύο κοινοτήτων. Η τάση αυτή, που διαμορφώθηκε μακροχρόνια, αποκρυσταλλώθηκε στην αυξανόμενη απόρριψη της δικοινοτικής Ομοσπονδίας.

Αυτές οι παγιωμένες αντιλήψεις -που σαφώς υποτιμήθηκαν από την ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ- έχουν καταστήσει εδώ και καιρό δύσκολη την κοινωνική νομιμοποίηση της λύσης, που επιδιώκεται με το δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου. Ερμηνεύουν τη διάχυτη επιφυλακτικότητα που επικρατεί σήμερα στην κυπριακή κοινωνία και την ισχυρή τάση απόρριψης του σχεδίου Αναν, που καταγράφεται ευκρινώς στις δημοσκοπήσεις.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (10/04/2004), με τίτλο: “Συρρικνώνεται η διάθεση συνύπαρξης”