Γιατί έχασε το ΠΑΣΟΚ – Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εκλογικού θανάτου

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Η εκλογική ήττα του ΠΑΣΟΚ οφείλεται κατά κύριο λόγο στην οξύτατη κρίση εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει εδώ και καιρό τις σχέσεις του κόμματος με την κοινωνική του βάση. Η μαζική μεταστροφή ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων που στήριζαν το ΠΑΣΟΚ (ο 1 στους 6 παλαιούς εκλογείς του – περίπου 500.000 άτομα), αποκρυσταλλωμένη και εντυπωσιακά αμετάβλητη κατά την τελευταία τριετία, συνιστά ένα ογκώδες ρεύμα διαπαραταξιακής μετατόπισης. Διεύρυνε σημαντικά την κοινωνική νομιμοποίηση της συντηρητικής παράταξης, η εκλογική επιρροή της οποίας επανέρχεται στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του ‘90. Η κρίση εκπροσώπησης που διέρχεται το ΠΑΣΟΚ είναι παράγωγο της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκάλεσε η πολιτική που ακολούθησε την τελευταία oκταετία, αλλά και της πολιτικής δυσαρέσκειας από το «στυλ» της διακυβέρνησης που κυριάρχησε. Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα δεν υπήρξε αποτέλεσμα μόνο δομικών μετασχηματισμών της ψήφου («νομοτέλεια»), αλλά κρίθηκε και στην προεκλογική περίοδο. Η διαδοχή, ανεξάρτητα από τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιήθηκε δημιούργησε πράγματι δυναμική, η οποία όμως ακυρώθηκε, από την προεκλογική εκστρατεία του κόμματος και τις επιλογές για τη νέα φυσιογνωμία του που προκρίθηκαν. Υπό αυτήν την έννοια, η ευθύνη της ήττας βαρύνει τόσο την παλαιά, όσο και τη νέα ηγεσία [*].

1. Οι μακροπρόθεσμες τάσεις των κομματικών προτιμήσεων

Κατά την τελευταία δεκαετία (ουσιαστικά μετά την εκλογική ήττα του 1993) η εκλογική απήχηση της ΝΔ ακολούθησε μακροπρόθεσμα σταθερή ανοδική πορεία, ιδίως την τελευταία 5ετία [**]. Τον περασμένο Σεπτέμβριο (2003), στην απαρχή της άτυπης προεκλογικής περιόδου καταγράφηκε το υψηλότερο -μέχρι τότε- ποσοστό αστάθμιστης, αδιευκρίνιστης πρόθεσης ψήφου για τη ΝΔ ολόκληρης της περιόδου, υψηλότερο και από το αντίστοιχο προεκλογικό του Απριλίου 2000. Σε αυτήν τη διεύρυνση της εκλογικής της απήχησης αντανακλώνται οι κοινωνικές και ιδεολογικές μεταβολές που σημειώνονται στην ελληνική κοινωνία, δηλαδή η ενίσχυση του κοινωνικού συντηρητισμού, και της ιδεολογικής μεταστροφής του εκλογικού σώματος, που συντελέσθηκε κατά τη δεκαετία του ΄90 [4]. Η σταθερότητα της τάσης ανόδου της ΝΔ υποδηλώνεται και από τη μικρότερη διακύμανση που εμφανίζει, στοιχείο που συμβαδίζει και με τη μεγαλύτερη συνοχή της εκλογικής της βάσης.

Αντιθέτως, η καμπύλη που ακολούθησε διαχρονικά η πρόθεση ψήφου του ΠΑΣΟΚ (διάγραμμα 1) υπήρξε σαφώς διαφορετική. Πρόκειται, ευδιάκριτα, για καμπύλη ανόδου και πτώσης, με σημείο καμπής τις «ιδιότυπες» εκλογές του 2000. Το ΠΑΣΟΚ παρουσίασε σαφώς μεγαλύτερη διακύμανση από τη ΝΔ, (από 24% έως 40%). Τα κατώτατα σημεία εκλογικής του επιρροής εμφανίσθηκαν το Δεκέμβριο του 1998, λόγω της συσσωρευμένης και τότε κοινωνικής δυσαρέσκειας και, μετά την εκλογική νίκη του 2000 τον Ιούλιο 2001. Μετά τις εκλογές του 1996, η επιρροή του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε καθοδική πορεία, μέχρι το Φεβρουάριο του 1999. Η συγκυρία του Β’ εξαμήνου 1998 υπήρξε ιδιαίτερα δυσμενής για το κυβερνών κόμμα: Αγροτικές κινητοποιήσεις κινητοποιήσεις στην εκπαίδευση, καταλήψεις σχολείων, ήττα στις Δημοτικές/ Νομαρχιακές Εκλογές του Οκτωβρίου 1998, υπόθεση Οτσαλάν (15/2/1999). Με απαρχή, όμως το Φεβρουάριο του 1999, η τάση αντιστρέφεται. Η πρόθεση ψήφου στο ΠΑΣΟΚ θα ακολουθήσει μια πορεία συνεχούς ανόδου, μέχρι τις εκλογές του 2000 [3]. Θα πρέπει να σημειωθεί, παρενθετικά, ότι το ΠΑΣΟΚ, είχε ήδη ανακάμψει, εν μέρει, πριν την ήττα του στις Ευρωεκλογές του Ιουνίου 1999. Η πορεία ανάκαμψης υπήρξε ιστορικά πρωτοφανής. Ξεκίνησε την άνοιξη του 1999 και διήρκεσε σχεδόν 10-12 μήνες μέχρι τις εκλογές του επόμενου έτους. Η πρόθεση ψήφου του προσέγγισε το ανώτατο σημείο της (40%) πριν από τις εκλογές του 2000. Ωστόσο, αμέσως μετά, ακολούθησε έντονα καθοδική πορεία, με κατώτατο σημείο το καλοκαίρι του 2001, όπου εκδηλώνονται οι συνέπειες της διένεξης με την Εκκλησία (ταυτότητες), η κρίση του ασφαλιστικού, και βεβαίως η κατάρρευση του χρηματιστηρίου [3]. Θα ακολουθήσει περιορισμένη ανάκαμψη το φθινόπωρο του 2001. Ενδεχομένως, λόγω της συσπείρωσης που προκάλεσαν τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, το έκτακτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, και ο ευρύς κυβερνητικός ανασχηματισμός (10/2001). Έκτοτε, και για το χρονικό διάστημα των δυο επόμενων ετών (9/2001 – 9/2003), η επιρροή του ΠΑΣΟΚ, παρέμενε ουσιαστικά καθηλωμένη και επεδείκνυε εντυπωσιακή στασιμότητα.

2. Η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1999/2000

Η ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1999/2000 υπήρξε μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της περιόδου 1990/1993 και κυρίως ταχύτερη. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 (μετά την εκλογική ήττα στις Β1990), η ανάκαμψή του είχε αρχίσει νωρίς, από το 1991, και κάλυψε 7-8 μονάδες μέσα σε δύο χρόνια. Υπήρξε, επίσης διαφορετική και από την ανάκαμψη του 1996, που επέφερε η διαδοχή Σημίτη και το έκτακτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Το 1999, το ΠΑΣΟΚ κάλυψε 15 εκατοστιαίες μονάδες μέσα σε έναν μόλις χρόνο (από 25% σε 40%). Η πορεία ανάκαμψής του συνδέθηκε με το γενικευμένο ρεύμα οικονομικής και κοινωνικής ευφορίας, το κλίμα αισιοδοξίας για την οικονομία και τα προσωπικά οικονομικά που παρήγαγε, άμεσα ή έμμεσα, η επίσης πρωτοφανής και μοναδική άνοδος του χρηματιστηρίου [2],[3]. Βεβαίως, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και μια σειρά άλλων παραγόντων, όπως ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία (3/1999), που άσκησε επίδραση συσπείρωσης στην κυβέρνηση, η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η πορεία στην Ευρώπη, η αποτελεσματική διαχείριση των συνεπειών του σεισμού της Πάρνηθας (9/1999), κ.α. Σε καμια περίπτωση όμως, αυτοί οι παράγοντες δεν είναι σε θέση να ερμηνεύσουν αυτοτελώς μιας τέτοιας έκτασης αλλαγή κλίματος, όπως αυτή που συνέβη κατά το 1999.

3. Το γενικό πολιτικό και κοινωνικό κλίμα μετά τις εκλογές του Απριλίου 2000

Μετά τις εκλογές του 2000, ακολουθήθηκε κυριολεκτικά η αντίστροφη πορεία. Η κατάρρευση του χρηματιστηρίου, ιδίως από το 2001, η κρίση με την εκκλησία και το ασφαλιστικό είχαν ως άμεσο μετεκλογικό αποτέλεσμα τη σοβαρότατη και ταχύτατη επιδείνωση του κλίματος. Η καμπύλη πρόθεσης ψήφου του ΠΑΣΟΚ ακολούθησε απότομα αρνητική κλίση (διάγραμμα 1). Οι παράγοντες που είχαν ευνοήσει την προεκλογική του ανάκαμψη (εκτιμήσεις για την κατάσταση της οικονομίας και τα προσωπικά οικονομικά) εμφανίσθηκαν τώρα αρνητικά συσχετισμένοι. Η σαφής επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, αποτέλεσμα και της αύξησης των τιμών, που ακολούθησε την εισαγωγή του ευρώ (1/1/2001) προκάλεσαν σημαντική ανακατάξη στην κοινωνική ιεράρχηση των προβλημάτων, με εντυπωσιακότερη την κάθετη άνοδο που σημειώσε ως πρόβλημα ο πληθωρισμός/η ακρίβεια, αλλά και η ανεργία. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι λόγω της σταθεροποίησης της διεθνούς θέσης της χώρας και της βελτίωσης των ε/τ σχέσεων, υποχώρησε σημαντικά και η προτεραιότητα των εθνικών και της εξωτερικής πολιτικής, που αποτελούσε παραδοσιακά ισχυρό πλεονέκτημα της κυβέρνησης (αναλυτικότερα στο [3]).

4. Πριν τη διαδοχή

Τον περασμένο Δεκέμβριο όταν κυοφορήθηκε η απόφαση του κ.Σημίτη για διαδοχή, η διαφορά στην πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ παρέμενε παγιωμένη στο 8% και για τούτο η εκτίμηση για απομείωση, ή σμίκρυνση της «ψαλίδας» δύσκολα μπορούσε ακόμη και τότε να τεκμηριωθεί. Σημαντικότερη απόδειξη για αυτό αποτέλεσε και το γεγονός, ότι η δημοσκοπική πρόθεση ψήφου δεν επηρεάσθηκε σημαντικά ούτε από τις κυβερνητικές εξαγγελίες για τις κοινωνικές παροχές, αν και τα μέτρα του Σεπτεμβρίου (πακέτο Σημίτη) αφορούσαν το 1/3 του εκλογικού σώματος (34%, [1]). Επομένως, ενώ από την πλευρά της μαζικής τους απήχησης επρόκειτο για μια γιγαντιαία πολιτική και επικοινωνιακή πρωτοβουλία, δεν απέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ούτε επέτρεψαν να διαφανούν ενδείξεις για ανάπτυξη δυναμικής ανατροπής του υφιστάμενου -τότε- συσχετισμού. Η μεγάλη διαφορά παρέμενε ουσιαστικά αμετάβλητη, έστω και αν είχε απαλειφεί ο παράγων Αβραμόπουλου, που λειτουργούσε κυρίως σε βάρος του ΠΑΣΟΚ και, επιπλέον, είχε προστεθεί ο παράγων Καρατζαφέρης (ΛΑΟΣ), που λειτουργούσε σε βάρος της ΝΔ [1]. Η συνοχή του ΠΑΣΟΚ εξακολουθούσε να παραμένει χαμηλή (66%) (και παρέμεινε χαμηλή μέχρι το τέλος – 80%), κυρίως λόγω της απευθείας διαπαραταξιακής μετατόπισης προς τη ΝΔ και πολύ λιγότερο λόγω των αναποφασίστων, ή των διαρροών προς τα Αριστερά. Το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε, ότι η απευθείας καθαρή εισροή της ΝΔ από ψηφοφόρους ΠΑΣΟΚ 2000 (εισροές από ΠΑΣΟΚ μείον εκροές προς ΠΑΣΟΚ) ανήλθε (με βάση τη VPRC, [6]) σε 5,5 εκατοστιαίες μονάδες του εκλογικού σώματος, αριθμός που αντιστοιχεί σε περισσότερους από 400.000 εκλογείς.
Υπό τις κοινωνικές προϋποθέσεις που περιγράφονται στα προηγούμενα, το εγχείρημα της διαδοχής κατέστη αντικειμενικά ιδιαίτερα δυσχερές, ενώ οι τριάντα ημέρες της προεκλογικής περιόδου, κοινωνικός χρόνος απελπιστικά ανεπαρκής για να αντιρροπήσει τις αποκρυσταλλωμένες πεποιθήσεις του εκλογικού σώματος, να αντισταθμίσει τη φθορά και να επουλώσει το κοινωνικό ρήγμα. Τουναντίον, μέσα σε περιορισμένο χρόνο το ΠΑΣΟΚ κατάφερε, επιπλέον, να πλήξει καίρια την ιστορικά διαμορφωμένη φυσιογνωμία του κόμματος (νεοφιλελεύθερη διεύρυνση), και, το σοβαρότερο, να αποδυνάμωσει εν τη γεννέσει της την πρωθυπουργική ικανότητα του νέου αρχηγού του, η εικόνα του οποίου τέθηκε (ιδίως μετά το ντιμπέιτ) σε διαδικασία αποδόμησης (διάγραμμα 2).

[*].Η παρούσα ανάλυση βασίσθηκε στα ακόλουθα άρθρα που δημοσιεύθηκαν στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (παρατίθενται κατά χρονολογική σειρά): [1] «Γιατί παραμένει αναλλοίωτη η διαφορά», 3/10/03, [2] «2000-2003: η μεγάλη ανατροπή συσχετισμών», 5/10/03, [3] «Γιατί το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές του 2000», 30/11/03, [4] «Η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού», 28/12/03, [5] «Έχει δυναμική η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ;», 11/1/04, [6] Εκλογές 2004, ειδική έκδοση, 9/3/04
[**].Στο διάγραμμα 1, παρατίθενται τα διαθέσιμα αστάθμιστα στοιχεία των δημοσκοπήσεων της VPRC, σχετικά με την πρόθεση ψήφου των δύο μεγάλων κομμάτων διακυβέρνησης, για την τελευταία 9ετία (1995-2004).

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (14/03/2004), με τίτλο: “Γιατί έχασε το ΠΑΣΟΚ στις 7 Μαρτίου”