Έξι απαντήσεις για τον νέο εκλογικό νόμο

Aνάλυση των
ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ και ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗ*

Πότε εξασφαλίζει αυτοδυναμία το πρώτο κόμμα, τι συμφέρει το δεύτερο, ποιος ο ρόλος των δύο μικρότερων κομμάτων.Εάν οι εκλογές της τελευταίας 15ετίας είχαν πραγματοποιηθεί με τον νέο εκλογικό νόμο, οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί των κομμάτων δεν θα είχαν αλλάξει δραματικά, με εξαίρεση, ίσως, το 1996 (πίνακας 1). Στην πραγματικότητα, ο νέος εκλογικός νόμος (N. 3232/2004) είναι αναλογικότερος του προηγουμένου, όμως η αναλογικότητά του δεν είναι σταθερή. Ο προηγούμενος είχε σταθερή αναλογικότητα 70%, ενώ η αναλογικότητα του σημερινού εξαρτάται από το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής. Ωστόσο, η μεγαλύτερη αναλογικότητα του νέου νόμου ωφελεί τα μικρότερα κόμματα σε βάρος των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ιδίως, σε βάρος του 2ου κόμματος.

Τι κρίνει την αυτοδυναμία;

Πρωταρχικός στόχος του νόμου είναι να εξασφαλίσει την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, κάτι που συμβαίνει σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Με βάση την (πραγματική) εκλογική ιστορία της μεταπολίτευσης, ο νέος εκλογικός νόμος θα οδηγούσε, σε όλες τις περιπτώσεις σε αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, με εξαίρεση τις μεταβατικές εκλογές του 1977 (πίνακας 2). Αξίζει να σημειωθεί ότι εάν ο παρών νόμος ίσχυε το 1989-90, η πολιτική κρίση θα είχε αποφευχθεί.

Η αυτοδυναμία του 1ου κόμματος εξασφαλίζεται με το πριμ των 40 εδρών. Σύμφωνα με τον νέο εκλογικό νόμο, όποιο κόμμα προηγείται, έστω και με μια ψήφο διαφορά, κερδίζει 40 έδρες παραπάνω από το δεύτερο κόμμα. Επομένως, το μείζον ερώτημα είναι ποιο κόμμα προηγείται, απλώς, και όχι με πόση διαφορά. Παρά την υπερεκτίμηση της συζήτησης για την περίφημη «ψαλίδα», η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων, ενώ είναι εξαιρετικά κρίσιμη για τις πολιτικές εντυπώσεις, δεν έχει πλέον καμία σημασία, από την «τεχνική» πλευρά του εκλογικού νόμου. Αντιθέτως, η μοναδική παράμετρος που καθορίζει την αυτοδυναμία του 1ου κόμματος, εκτός φυσικά από το δικό του ποσοστό, είναι το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που θα μείνουν εκτός Βουλής. Η επίδραση αυτής της παραμέτρου γίνεται εύκολα αντιληπτή στον πίνακα 3. Η αύξηση κατά 1% του ποσοστού των κομμάτων που μένουν εκτός Βουλής μειώνει κατά 0,5% το ποσοστό εκείνο που εξασφαλίζει στο 1ο κόμμα την αυτοδυναμία. Το 42,5% είναι το ποσοστό εκείνο που εξασφαλίζει την αυτοδυναμία ακόμα και στις πιο οριακές συνθήκες. (Οι έδρες του 1ου κόμματος μπορεί να είναι και 1 παραπάνω από αυτές που αναφέρονται στον πίνακα, ανάλογα με τα υπόλοιπα των κομμάτων στη διαδικασία καθορισμού των εδρών του συνόλου των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή (βλ. άρθρο 6§1). Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τα όσα λέγονται, δεν έχει καμιά σημασία ο αριθμός των κομμάτων που θα εκπροσωπηθούν στη Βουλή ούτε η επικράτηση του 1ου κόμματος σε συγκεκριμένες περιφέρειες.

Εχει ελπίδες το 2ο κόμμα;

Ο νέος εκλογικός νόμος αποδυναμώνει το 2ο κόμμα, όπως άλλωστε και ο προηγούμενος. Η αποδυνάμωση γίνεται σήμερα με τη μεγαλύτερη αναλογικότητα και κυρίως με το πριμ των 40 εδρών στο 1ο κόμμα, σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο, που αποδυνάμωνε το 2ο κόμμα μέσω της εξομάλυνσης. Η αποδυνάμωση είναι τώρα αριθμητικά μεγαλύτερη: το 2ο κόμμα έχει σήμερα πάντα λιγότερες έδρες από ό,τι προηγουμένως (πίνακας 1). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο νέος νόμος αποδυναμώνει, πολιτικά, τον ρυθμιστικό ρόλο του 2ου κόμματος, καθώς δεν μπορεί ουσιαστικά ποτέ να αποκτήσει τον κρίσιμο αριθμό των 121 εδρών. Συνεπώς, δεν μπορεί να προκαλέσει εκλογές με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το 2ο κόμμα ακόμα και με 43% θα ελάμβανε στην καλύτερη περίπτωση μόνο 116 έδρες.

Επηρεάζεται η τακτική των δύο μεγάλων κομμάτων;

Ο νόμος επηρεάζει (αυτονόητα) και την εκλογική τακτική των δύο μεγάλων κομμάτων:

– Σύμφωνα με την εκτίμηση της Public Issue/VPRC (Βαρόμετρο Μαΐου ΣΚΑΪ/Καθημερινής), η Ν.Δ., ως 1ο κόμμα, θα διαθέτει «ισχνή» κοινοβουλευτική πλειοψηφία 154 εδρών. Σημαντική αύξηση των εδρών της μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συμπίεση ενός μικρότερου κόμματος, σε τέτοιο βαθμό που θα το οδηγούσε να μην περάσει το όριο του 3%. Υπό τις δεδομένες παραταξιακές συγγένειες, το κόμμα αυτό θα μπορούσε να είναι το ΛΑΟΣ. Από τον πίνακα 5 (σενάριο 1) προκύπτει ότι η συμπίεση του ΛΑΟΣ κάτω από το 3% θα έδινε στη Ν.Δ. άνετη πλειοψηφία, περίπου 160 εδρών.

– Ο νέος νόμος περιέχει μια εγγενή αντίφαση που πλήττει το 2ο κόμμα. Το δεύτερο κόμμα, στην προσπάθειά του να ενισχύσει τις δυνάμεις του και να συμπιέσει τα μικρότερα κόμματα υπέρ του, στην ουσία ωφελεί το πρώτο κόμμα! Σύμφωνα με την ίδια εκτίμηση, το ΠΑΣΟΚ, ως 2ο κόμμα, διαθέτει 106 έδρες. Η αύξηση της επιρροής του μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους: είτε αποσπώντας ψήφους από τη Ν.Δ. είτε συμπιέζοντας κάποιο μικρότερο κόμμα. Στην πρώτη περίπτωση, μπορεί να οδηγηθεί σε εκλογική νίκη. Στη δεύτερη περίπτωση και πάλι υπό τις δεδομένες παραταξιακές συγγένειες το κόμμα που θα μπορούσε να συμπιέσει ευκολότερα είναι ο ΣΥΝ. Ωστόσο, από τον πίνακα 5 (σενάριο 2) προκύπτει ότι η συμπίεση του ΣΥΝ κάτω από το 3% θα ευνοούσε κυρίως τη Ν.Δ.! Οπως φαίνεται, το ΠΑΣΟΚ θα κέρδιζε 9 έδρες, φθάνοντας τις 115, αλλά η Ν.Δ., κερδίζοντας 3 έδρες, θα έφθανε σε σχετικά άνετη πλειοψηφία 157 εδρών. Ακόμα πιο αποκαλυπτικό είναι το σενάριο 3 του πίνακα 5. Η αύξηση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, σε βάρος του ΣΥΝ, οδηγεί τη Ν.Δ. στην αυτοδυναμία, παρά το γεγονός ότι η διαφορά του από τη Ν.Δ. θα είναι μικρότερη από 0,5%!

Είναι σήμερα εξασφαλισμένη η αυτοδυναμία;

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σημαντικότερος παράγων στη συζήτηση περί αυτοδυναμίας είναι η εκτίμηση της αθροιστικής επιρροής των «Λοιπών» κομμάτων, στοιχείο που διαφοροποιεί τις εκτιμήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων για τη σύνθεση της επόμενης Βουλής (πίνακας 4). Ο ισχυρισμός ότι η εξασφάλιση της αυτοδυναμίας δεν είναι σίγουρη, σύμφωνα με πολλές εταιρείες, προκύπτει από την εκτίμηση του συνολικού ποσοστού των κομμάτων που δεν περνούν το εκλογικό κατώφλι του 3%. Η εκτίμηση αυτή, η οποία δίνει στα «Λοιπά» κόμματα συνολική επιρροή μικρότερη του 2%, δεν είναι σύμφωνη με την ιστορικά αποδεδειγμένη εκλογική συμπεριφορά και, επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη τη γνωστή από τη θεωρία των δημοσκοπήσεων υποεκτίμηση των μικρότερων κομμάτων στις τηλεφωνικές έρευνες. Πράγματι, από τον πίνακα 3 προκύπτει ότι στη μεταπολιτευτική περίοδο, με εξαίρεση το «έκτακτο» 1977, το αθροιστικό ποσοστό των κομμάτων που δεν υπερέβησαν το όριο του 3% δεν έπεσε ποτέ κάτω από το 2%. Ακόμη και τον Νοέμβριο του 1989, σε συνθήκες εξαιρετικής πόλωσης, προσέγγισε το 2,1%, όταν ο δικομματισμός άθροισε 86,9%. Επίσης, αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι το μικρότερο ποσοστό 1ου κόμματος που έχει καταγραφεί ποτέ κατά την τελευταία 25ετία είναι 41,5% και αυτό συνέβη το 1996, όταν ο δικομματισμός κατέγραψε το από το 1981 ιστορικά χαμηλότερο ποσοστό του, μόλις 79,5%.

Πριμοδοτεί τις κομματικές συμμαχίες;

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του νέου νόμου, οι συνασπισμοί κομμάτων συμμετέχουν σε όλη τη διαδικασία κατανομής των εδρών, σε αντίθεση με τον προηγούμενο νόμο που τους απέκλειε από την τρίτη κατανομή. Με βάση αυτό, υποστηρίζεται η άποψη ότι ο νόμος ευνοεί τις συμμαχίες. Στην πραγματικότητα, ευνοούνται μόνον εκείνες οι συμμαχίες που μπορούν να επικρατήσουν, έστω και με μια ψήφο διαφορά, των αντίπαλων κομματικών σχηματισμών και κατ’ επέκταση να ασκήσουν διακυβέρνηση. Συνεπώς, ο νόμος ευνοεί τις συμμαχίες που εκλογικά έχουν προοπτικές νίκης και πολιτικά στηρίζονται σε προγραμματικές συγκλίσεις, ικανές να δώσουν βιώσιμες κυβερνήσεις. Τάση, που δεν είναι ορατή στο υπάρχον πολιτικό σκηνικό.

Λειτουργεί ο νόμος «αποσταθεροποιητικά»;

Ο νέος νόμος εξασφαλίζει μεν αυτοδυναμία (έστω και οριακή) στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενδέχεται, ωστόσο, να αποδυναμώνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του 1ου κόμματος. Ακόμη, π.χ., και ο Κ. Καραμανλής, τη στιγμή της μεταπολίτευσης, αντί για 219, θα εξασφάλιζε 184 έδρες (πίνακας 2). Με δεδομένη αυτή τη διαπίστωση ο νέος νόμος εμφανίζεται να λειτουργεί «αποσταθεροποιητικά». Και τούτο, διότι με βάση τη μέχρι σήμερα ιστορική εμπειρία στη μεταπολίτευση, η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, με εξαίρεση το 1989-90, δεν έπεσε ποτέ κάτω από τις 158 έδρες (πίνακας 3). Κατά συνέπεια, η εντεινόμενη πολιτική και δημοσιογραφική ανησυχία για τον «κίνδυνο ακυβερνησίας» εξηγείται, ενδεχομένως, λόγω της πολιτικής παράδοσης. Στην πραγματικότητα, η πιθανότητα να κυμανθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του 1ου κόμματος κάτω από 160 έδρες είναι σημαντική, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι για να καταλάβει το 1ο κόμμα 160 έδρες πρέπει να πάρει τουλάχιστον 44,5% και, επιπλέον, τα εκτός Βουλής κόμματα να πάρουν τουλάχιστον 4% (πίνακας 3). Η εκτίμηση, εντούτοις, ότι 154-155 έδρες οδηγούν «αυτομάτως» σε ακυβερνησία δεν είναι αυτονόητη. Το ενδεχόμενο «ισχνής» πλειοψηφίας αποτελεί μεν για τα ελληνικά δεδομένα καινοτομία, δεν συνιστά, όμως, «εξ ορισμού» ένδειξη «αδυναμίας» ούτε είναι κατ’ ανάγκην αρνητική. Η αδυναμία ή η ικανότητα ενός πολιτικού κόμματος να ασκεί διακυβέρνηση και να ηγεμονεύει πολιτικά ουδέποτε υπήρξε αριθμητικό πρόβλημα.

Εν κατακλείδι:

  1. Ενα κρίσιμο ερώτημα, που μέλλει να απαντηθεί, είναι ο βαθμός συνοχής των δύο κομμάτων (ΣΥΝ, ΛΑΟΣ). Η ανθεκτικότητα που θα επιδείξουν συνιστά καθοριστικό διακύβευμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης.

  2.  Η σημαντικότερη επίδραση του νέου νόμου είναι ίσως η μετατόπιση του κέντρου βάρους στον ανταγωνισμό μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων, αφού η νίκη για το 2ο κόμμα εξασφαλίζεται μόνον κερδίζοντας ψήφους άμεσα από το 1ο κόμμα.

Οι πίνακες του άρθρου:

*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ είναι επιστημονικός συνεργάτης της Public Issue

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (27/05/2007) με τίτλο: “Έξι απαντήσεις για τον νέο εκλογικό νόμο”