Οι εκλογές της 6ης Μαΐου 2012 και το τέλος του μεταπολιτευτικού δικομματισμού

Ανάλυση
του ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Χωρίς αμφιβολία οι εκλογές της 6ης Μαΐου αποτελούν τομή στη σύγχρονη πολιτική και εκλογική ιστορία της χώρας. Η λαϊκή ετυμηγορία επισημοποιεί την κατάρρευση του κομματικού συστήματος που συγκροτήθηκε κατά τη διάρκεια της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Η εδραίωση της θεσμικής λειτουργίας του δικομματισμού, εξασφάλισε μεταπολιτευτικά την εναλλαγή στην εξουσία πέντε φορές (1981, 1990, 1993, 2004 και 2009). Με τη σύγκλιση όμως των δύο κομμάτων στην πολιτική του μνημονίου και τη συμμετοχή τους στη συγκυβέρνηση επήλθε η ακύρωσή της. Μέσα σε 30 μήνες, τα δύο κόμματα της διακυβέρνησης απώλεσαν αθροιστικά 3,3 εκατομμύρια ψήφους (-2,2 εκ. το ΠΑΣΟΚ και -1,1 εκ. η ΝΔ). Πρόκειται για τη μαζικότερη πολιτική-εκλογική μετατόπιση της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά σημείο μη-επιστροφής για τους κομματικούς σχηματισμούς του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Ιδίως αν αναλογισθεί κανείς ότι η σημερινή επιρροή τους (32%) δεν αντιπροσωπεύει ούτε το ½ του ποσοστού 77%, που έλαβαν αθροιστικά στις τελευταίες βουλευτικές, πριν από 2½ χρόνια (Οκτώβριος 2009).

Το σημερινό ποσοστό του δικομματισμού είναι το χαμηλότερο που καταγράφηκε σε ελληνική εκλογική αναμέτρηση μετά το 1926. Στην ελληνική πολιτική ιστορία, ποσοστό δικομματικής επιρροής αυτής της τάξης, έχει καταγραφεί μόνον πριν από 62 χρόνια, στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές του 1950.  Σε εκείνες τις εκλογές, που ας σημειωθεί πραγματοποιήθηκαν με απλή αναλογική, τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, το Λαϊκό Κόμμα, με αρχηγό τον Κ.Τσαλδάρη και το Κόμμα Φιλελευθέρων, με αρχηγό τον  Σ.Βενιζέλο έλαβαν αθροιστικά το 36,04% των ψήφων. Εάν συμπεριληφθεί και το 3ο κόμμα της εποχής, δηλαδή η ΕΠΕΚ, του Ν.Πλαστήρα, τότε το αθροιστικό ποσοστό των τριών μεγαλύτερων κομμάτων προσέγγιζε το 52,5%. Στη σημερινή διάταξη των κομματικών δυνάμεων, παρότι μάλιστα δεν ισχύει καν απλή αναλογική, τα δύο πρώτα κόμματα (άθροισμα ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) συγκέντρωσαν 35,6% και τα τρία πρώτα (με το ΠΑΣΟΚ) μόλις το 48,81% του εκλογικού σώματος.

Ο σημερινός κατακερματισμός των πολιτικών δυνάμεων αποδεικνύεται βαθύτερος ακόμη και εάν συγκριθεί με εκείνον που προέκυψε στη Βουλή του 1950. Λαμβάνει σήμερα τέτοιες διαστάσεις, ώστε μπορεί να εμφανίζεται ως ιδεολογικό-πολιτικό ισοδύναμο του αντίστοιχου κατακερματισμού των πολιτικών δυνάμεων στις πρώτες μετεμφυλιακές εκλογές. Εκείνος υπήρξε αποτέλεσμα της κατοχής και του εμφυλίου, ο σημερινός είναι το πολιτικό-εκλογικό αποτέλεσμα της εφαρμογής του Μνημονίου.

Ο «πόλος της Δεξιάς»

Η σημερινή εκλογική επιρροή της ΝΔ του κ.Σαμαρά (1.200.000 ψήφοι) αποτελεί μόλις το ½ της επιρροής της ΝΔ του 2009, και -εντυπωσιακότερο- μόλις το 60% της επιρροής της το 1981, όταν συνετρίβη εκλογικά για πρώτη φορά από το ΠΑΣΟΚ. Το ποσοστό που έλαβε είναι το χαμηλότερο που εμφάνισε ποτέ κόμμα της Δεξιάς, είτε στη μεταπολίτευση (ΝΔ), είτε προδικτατορικά (Ελληνικός Συναγερμός, ΕΡΕ). Μπορεί να συγκριθεί μόνον με το ποσοστό του Λαϊκού Κόμματος (18,8%), και πάλι στις εκλογές του 1950.

Ο συντηρητικός πόλος αναδύεται από τις εκλογές γεωγραφικά, κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά κατακερματισμένος. Διακρίνεται σε τρία βασικά ιδεολογικά ρεύματα (σχηματικά μιλώντας, «λαϊκή δεξιά», «άκρα δεξιά» και «νεοφιλελεύθερη δεξιά») και εκπροσωπείται από επτά κομματικούς σχηματισμούς, που αντιπροσωπεύουν αθροιστικά το 45,8% του (συρρικνωμένου) εκλογικού σώματος. Και τα τρία ρεύματα της Δεξιάς εμφανίζονται σήμερα κομματικά διασπασμένα. Ο χώρος της «λαϊκής δεξιάς», που αποτελεί και τον κορμό, συγκεντρώνοντας αθροιστικά το 29,5% του εκλογικού σώματος, αντιπροσωπεύεται από την εναπομένουσα ΝΔ του κ.Σαμαρά (18,85%) και τους Ανεξάρτητους Έλληνες του κ.Καμμένου (10,6%), σε σχέση ισχύος 2:1. Ο χώρος της «άκρας δεξιάς», που συγκεντρώνει αθροιστικά 9,9%, εκπροσωπείται κυρίως από τη Χρυσή Αυγή (6,97%) και δευτερευόντως από τα υπολείμματα του ΛΑΟΣ (2,9%). Τέλος, ο χώρος της «φιλελεύθερης δεξιάς», συγκεντρώνει τη μικρότερη -αν και ιδιαίτερα επικεντρωμένη- κοινωνική επιρροή, αντιπροσωπεύοντας αθροιστικά το 6,5% του εκλογικού σώματος. Σε αυτό το ρεύμα εντάσσεται η ΔΗΣΥ (2,55%), η Δημιουργία Ξανά (2,15%) και η Δράση-ΦΣ (1,8%). Με βάση την προηγούμενη ιδεολογική διάκριση, ο πόλος της Δεξιάς που αναδείχθηκε από την κάλπη έχει την εξής σύνθεση: η «λαϊκή δεξιά» αποτελεί σήμερα περίπου τα 2/3 του συντηρητικού πόλου (64%), η «άκρα δεξιά» το 1/5 (22%) και η «φιλελεύθερη δεξιά» μόνον το 1/7 (14%). Ωστόσο, μεγαλύτερη πολιτική σημασία έχει προφανώς το γεγονός ότι το μνημόνιο έχει διαιρέσει βαθύτατα και την ελληνική δεξιά. Είναι εντυπωσιακό ότι η σχέση μνημονιακών/αντιμνημονιακών δυνάμεων στο εσωτερικό των κομματικών σχηματισμών της, υπολογίζεται σε 55%-45%. Ιστορικά παραδείγματα ανασύνταξης της ελληνικής δεξιάς υπάρχουν στην πρόσφατη πολιτική ιστορία (1951-2, 1974). Προϋπόθεση, βέβαια, για κάτι παρόμοιο υπήρξε πάντοτε η παρουσία μιας ισχυρής και άφθαρτης ηγετικής προσωπικότητας, στοιχείο μάλλον δυσδιάκριτο στη σημερινή συγκυρία.

Ανατράπηκε η σχέση Κέντρου-Αριστεράς

Οι πρόσφατες εκλογές, ανέτρεψαν επίσης και τη σχέση Κέντρου-Αριστεράς· σχέση, που εγκαθιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με την συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, εις βάρος της ΕΔΑ και εδραιώθηκε κοινωνικά και πολιτικά στη μεταπολίτευση, με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ. Η ιστορική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ που αποτέλεσε και το κύριο πολιτικό παράγωγο της Μεταπολίτευσης ανατρέπει τα δεδομένα. Η Αριστερά, με αιχμή το ΣΥΡΙΖΑ αναγορεύεται πλέον στον αντίπαλο πόλο της πολιτικής σκηνής.Σήμερα, οι πιθανότητες επανάληψης ενός σύγχρονου πειράματος Ένωσης Κέντρου είναι λίγες, ενώ λόγω της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης μια προοπτική ανασύνθεσης του κεντρώου ή ενδιάμεσου χώρου δεν φαίνεται εφικτή.