Το Δημοψήφισμα του Γ.Παπανδρέου και η κοινή γνώμη

Ανάλυση του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Η πρωτοβουλία του Γ.Παπανδρέου να εξαγγείλει το βράδυ της Δευτέρας 31/10/11 τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την έγκριση της νέας δανειακής σύμβασης, λειτούργησε ως θρυαλλίδα για την περαιτέρω εμβάθυνση της πολιτικής κρίσης. Υπό το βάρος των γενικευμένων πολιτικών αντιδράσεων τόσο και κυρίως στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό η πρόταση αποσύρθηκε. Εκτός όμως από τις φοβίες για το Ευρώ για την ανησυχία για τη σταθερότητας της ευρωζώνης που προκάλεσε, η εξαγγελία του δημοψηφίσματος αποδείχθηκε κοινωνικά υπονομευμένη και για μια σειρά άλλους λόγους.

Πρώτον, είναι σαφές ότι ο πρωθυπουργός δε διαθέτει πλέον το πολιτικό κεφάλαιο για να αναλάβει παρόμοιας εμβέλειας πολιτικό εγχείρημα. Η πολιτική φθορά που έχει υποστεί είναι ανεπανόρθωτη. Στη σημερινή μέτρηση, μόλις ο 1 στους 8 ερωτηθέντες εξακολουθεί να τον εμπιστεύεται για τη διαχείριση της οικονομίας (13%, έναντι 17% τον περασμένο Σεπτέμβριο). Επιπρόσθετα, η ανοικτά χειραγωγική χρήση που επεφύλαξε στη νέα μορφή λαϊκής συμμετοχής προκάλεσε την γενικευμένη κατακραυγή εναντίον του και υπονόμευσε στη συνείδηση της κοινής γνώμης, τελικά, εν τη γενέσει της, την ίδια την πολιτική πρακτική του δημοψηφίσματος. Δεν είναι επομένως τυχαίο, ότι στο μέτρο που η πρωτοβουλία ταυτίσθηκε με τον ίδιο, είχε ως αποτέλεσμα να σημανθεί αρνητικά και να απορριφθεί η διεξαγωγή δημοψηφίσματος από το 70% των πολιτών, ανεξαρτήτως κόμματος, ακόμη και από το 61% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.

Δεύτερον, η επιλογή του Γ.Παπανδρέου να προσφύγει στην «κοινωνία» δεν υπήρξε συνεπής με την έως σήμερα αντιμετώπισή της. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, το ΠΑΣΟΚ δεν έδειξε να προβληματίζεται, ούτε για την προσφυγή στο ΔΝΤ, ούτε για την έγκριση του μνημονίου και του μεσοπρόθεσμου. Αντιθέτως, η αντιμετώπιση της κοινωνικής δυσαρέσκειας αφέθηκε στις δυνάμεις της τάξης.

Τρίτον, ό,τι συνέβη και με άλλες «καλές» και «καινοτομικές ιδέες», όπως η «πράσινη ανάπτυξη», ή η «ανοικτή διακυβέρνηση» συνέβη και με το δημοψήφισμα. Η σχετική συζήτηση για την «άμεση και συμμετοχική δημοκρατία» έγινε συνοπτικά, ο νόμος ψηφίσθηκε μόλις στις 5 Οκτωβρίου, ενώ η εφαρμογή του επιχειρήθηκε βεβιασμένα, εν μέσω πολιτικής κρίσης.

Τέταρτον, δεν έπεισε επίσης καθόλου η εξαιρετικά αδύναμη επιχειρηματολογία του Γ.Παπανδρέου κατά της διεξαγωγής εκλογών και η -σε αντιπαράθεση- πρόκριση του δημοψηφίσματος, ως υποκατάστατό τους. Στην αρχική ομιλία του στην ΚΟ του κόμματος (31/10/11) είναι εμφανής η απόπειρα παράκαμψης των πολιτικών κομμάτων, αλλά και η απαξίωση της ίδιας της εκλογικής διαδικασίας, με το επιχείρημα ότι: «η διεξαγωγή τους θα αποτελούσε σκέτη υπεκφυγή, αλλά και έναν αγώνα μικροκομματικό, που θα διαιρούσε το λαό». Ωστόσο, στο δίλημμα «δημοψήφισμα, ή εκλογές»,
τα 2/3 των πολιτών (66%) προτιμούν τις δεύτερες και μόλις 14% επιλέγουν το πρώτο. Με δεδομένη την ιστορική κοινωνική εδραίωση της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας και την παγιωμένη σημαντική εμπειρία των εκλογών, που διαθέτει το εκλογικό σώμα, η αντιπαράθεση του δημοψηφίσματος στις εκλογές αποδείχθηκε επιζήμια, καθότι άγνωστη στα εγχώρια πολιτικά ήθη. Εάν κάτι αποτελεί θεσμό στον Ελλάδα είναι οι εκλογές, όχι τα δημοψηφίσματα. Για να μείνουμε μόνον στη μεταπολιτευτική περίοδο, στα 38 χρόνια από το 1974, έχουν διεξαχθεί στην Ελλάδα συνολικά 25 εκλογικές αναμετρήσεις (βουλευτικές, ευρωεκλογές, δημοτικές, νομαρχιακές, περιφερειακές) και μόνον ένα δημοψήφισμα.