Περιφερειακές εκλογές 7ης Νοεμβρίου 2010: Η ανατομία του εκλογικού αποτελέσματος

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

1. Με «άρωμα ευρωεκλογών»

Το αποτέλεσμα της 7ης Νοεμβρίου ενδέχεται να αποδειχθεί τομή στη μεταπολιτευτική εκλογική ιστορία της χώρας και σημείο καμπής στη διαδικασία μετάβασης από τον παραδοσιακό μεταπολιτευτικό δικομματισμό, σε ένα νέου τύπου «διπολισμό». Η ψήφος διαμαρτυρίας, που καταγράφηκε την προηγούμενη Κυριακή, συνιστά αποδοκιμασία και των δύο κομμάτων διακυβέρνησης, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό. Λόγω της εκτενέστερης εκλογικής καθίζησης του κυβερνώντος κόμματος, η συντριπτική υπεροχή, που είχε καταγραφεί υπέρ του στις βουλευτικές, μέσα σε μόλις 12 μήνες έχει πλέον σχεδόν εξανεμισθεί. Η συρρίκνωση της εκλογικής του επιρροής είναι μεγάλη και οι συνολικές του απώλειες, κατά 70% μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες της ΝΔ. Σε σύγκριση με τις βουλευτικές, η περιφερειακή επιρροή του ΠΑΣΟΚ, υπολογιζόμενη σε ψήφους (1.884.310), αντιπροσωπεύει σήμερα μόλις το 63% της αντίστοιχης βουλευτικής, ενώ η ΝΔ, αν και εμφανίζει και αυτή σημαντικές απώλειες, συγκρατήθηκε στο 77% (1.774.778 ψήφοι). Ως αποτέλεσμα αυτής της «άνισης συρρίκνωσης», ο συσχετισμός μεταξύ των δύο κομμάτων δείχνει να εξισορροπείται σε μεγάλο βαθμό, αν και αυτό βεβαίως συντελέστηκε στο ιστορικά χαμηλότερο, από το 1977, επίπεδο δικομματικής επιρροής, μόλις 67,3%.

Κατά έναν εντυπωσιακό τρόπο, ο σημερινός εκλογικός χάρτης επιδεικνύει περισσότερα σημεία ομοιότητας με τις ευρωεκλογές του περασμένου καλοκαιριού, παρά με τις βουλευτικές που ακολούθησαν. Η κοινωνική επιρροή των δύο μεγάλων κομμάτων επιστρέφει, ουσιαστικά, σε εκείνα τα επίπεδα, ενώ, παράλληλα, οι πολλαπλών κατευθύνσεων συντελούμενες εκλογικές μετατοπίσεις, χωρίς υπερβολή μπορεί να περιγραφούν ως τεκτονικές. Ειπωμένο διαφορετικά, η σημερινή εικόνα αποδυνάμωσης και κατακερματισμού του κομματικού συστήματος αναδίδει «άρωμα ευρωεκλογών», παραπέμπει δηλαδή ευθέως σε εκλογές β’ τάξης. Από την πλευρά της εκλογικής γεωγραφίας (και μόνον), κάνει τις βουλευτικές του περασμένου Οκτωβρίου να φαντάζουν «παρένθεση». Ως εάν να επρόκειτο για εκλογές «έκτακτου χαρακτήρα», με χαρακτηριστικά, όχι σταθερής, αλλά «στιγμιαίας» πολιτικής εκπροσώπησης.

Επιπλέον, η τάση αποχής εδραιώνεται ως ιδεολογικά και πολιτικά νομιμοποιημένη επιλογή εκλογικής πρακτικής για ένα μεγάλο τμήμα του εκλογικού σώματος, που υπερέβη στις περιφερειακές το ¼ (27,3%).

2. Η περιφερειακή επιρροή των κομμάτων

Οι περιφερειακοί συνδυασμοί που υποστήριξε το ΠΑΣΟΚ έλαβαν συνολικά 1.884.310 ψήφους (34,6%), ενώ οι αντίστοιχοι που υποστήριξε η ΝΔ τις 1.774.778 (32,6%). Η διαφορά α΄/β΄κόμματος διαμορφώθηκε τελικά σε 2% (γράφημα 1). Η υποχώρηση της κοινωνικής επιρροής του κυβερνώντος κόμματος είναι σαφώς μεγαλύτερης έκτασης και σημασίας από την αντίστοιχη της αντιπολίτευσης. Μεταξύ τριανταπέντε (35) πάσης φύσεως εκλογικών αναμετρήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου, μικρότερο αριθμό ψήφων για το ΠΑΣΟΚ μπορεί να αναζητήσει μόνον στις δύο πρώτες (1974, 1977). Από την άλλη πλευρά, η ΝΔ κατόρθωσε εκλογικά και με βάση τις ψήφους που έλαβε, να συγκρατηθεί ελαφρώς πάνω από τα επίπεδα των ευρωεκλογών του 2009.

Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, επέτρεψε στην αντιπολίτευση να αποκομίσει σημαντικά οφέλη, κερδίζοντας στο κρίσιμο πεδίο των πολιτικών εντυπώσεων. Δεν παύει, ωστόσο, η σημερινή της επίδοση να παραμένει πάντοτε πολύ κοντά στα επίπεδα των Ε2009, που αποτελεί το ναδίρ της μεταπολιτευτικής της επιρροής.

Στις ευρωεκλογές του 2009, το ΠΑΣΟΚ για πρώτη φορά μετά τις ήττες του 2004 και 2007, επικράτησε σε 34 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες της χώρας, ενώ η ΝΔ περιορίσθηκε σε 22. Στις εθνικές εκλογές που ακολούθησαν, τον περασμένο Οκτώβριο, το ΠΑΣΟΚ επικράτησε σε 50 και η ΝΔ μόλις σε 6. Σήμερα, με βάση τη δύναμη των κομμάτων, που κατέγραψε η περιφερειακή κάλπη, η εικόνα που παρουσιάζεται είναι εκείνη των ευρωεκλογών, αλλά αντεστραμμένη. Η ΝΔ προηγείται πλέον σε 32 και το ΠΑΣΟΚ μόνον σε 24 εκλογικές περιφέρειες. Με εξαίρεση τη Ροδόπη, τα Γρεβενά και τη Θεσπρωτία, η ΝΔ προηγείται του ΠΑΣΟΚ σε ολόκληρη τη Βόρειο Ελλάδα (Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο) και στο μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας (Λάρισα, Τρίκαλα). Επίσης, στους μισούς νομούς της Στερεάς (Φθιώτιδα, Ευρυτανία, Φωκίδα), σε τρεις νομούς της Πελοποννήσου (Μεσσηνία, Λακωνία, Κορινθία) και, επιπλέον, στο Ιόνιο και το βόρειο Αιγαίο (γράφημα 2). Σε αρκετές από τις προηγούμενες περιοχές καταγράφεται απαρχή εκλογικής μεταστροφής, ιδίως στην Κεντρική Μακεδονία. Αντίστροφα, το ΠΑΣΟΚ διατηρεί (παραδοσιακά) το προβάδισμα στη Δυτική Ελλάδα, την Αττική (αν και αισθητά μειωμένο σε σχέση με τις βουλευτικές), το νότιο Αιγαίο και την Κρήτη. Από την άλλη πλευρά, η δυναμική της ΝΔ, αντιρροπείται από σημαντικές απώλειες, γεωγραφικά εστιασμένες.

Από ποσοτική άποψη, η συγκριτικά με τις βουλευτικές μεγαλύτερη υστέρηση της ΝΔ, έναντι του ΠΑΣΟΚ, εκτός από τη Δυτική Ελλάδα και την Αττική, λόγω της αδυναμίας του υποψηφίου της, καταγράφεται στην Κρήτη, λόγω του διεμβολισμού της από την υποψηφιότητα του κ.Γιαννουλάκη. Ο τελευταίος, αποσπώντας 57.735 ψήφους (17,5% στην Κρήτη και πανελλαδικά 1,1%), κατέλαβε την δεύτερη θέση εξωθώντας τον υποψήφιο της ΝΔ στην 3η.

Η κάμψη της επιρροής του ΛΑΟΣ

Ο υπολογισμός της περιφερειακής επιρροής του ΛΑΟΣ εμφανίζει δυσκολία. Είναι γνωστό, ότι το κόμμα του κ.Καρατζαφέρη υποστήριξε σε πέντε περιφέρειες τους υποψήφιους περιφερειάρχες της Νέας Δημοκρατίας και σε μια εκείνον του ΠΑΣΟΚ. Σε αυτές τις περιοχές, ο ΛΑΟΣ έλαβε στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές (Β2009), 72.600 ψήφους, που αντιπροσώπευαν το 19% της συνολικής του δύναμης. Με βάση μόνον τις περιφέρειες αυτόνομης καθόδου του, ο ΛΑΟΣ συγκέντρωσε πανελλαδικά 220.550 ψήφους, ή ποσοστό 4,05%. Λόγω των συνεργασιών, ο εν λόγω αριθμός, ενδέχεται να υποεκτιμά την πραγματική περιφερειακή επιρροή του κόμματος. Ωστόσο, ακόμη και αν συνυπολογισθούν αυθαίρετα στις περιφέρειες συνεργασίας οι ψήφοι που απέσπασε στις βουλευτικές, το πιθανότερο είναι ότι εκλογικά καταγράφεται κάμψη της εκλογικής επιρροής του, τόσο σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές, όσο και με τις βουλευτικές. Ας σημειωθεί, ακόμη ότι οι ψήφοι που έλαβε σήμερα ο ΛΑΟΣ υπολείπονται ακόμη και από τον αριθμό εκείνων που είχε λάβει μόνος του ο κ.Καρατζαφέρης, το 2002 (223.796), όταν είχε κατέλθει ανεξάρτητος υποψήφιος στην υπερνομαρχία Αθηνών-Πειραιώς, πριν ακόμη και από την ίδρυση του κόμματός του.

Άνοδος της Αριστεράς

Μεταξύ όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων, μόνον το ΚΚΕ καταγράφει άνοδο, τόσο ποσοστιαία, όσο και πραγματική (σε ψήφους). Η περιφερειακή του επιρροή υπολογίζεται σε 10,89% (592.977 ψήφοι). Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιμετωπίζοντας αμφίπλευρη διάσπαση, από τη Δημοκρατική Αριστερά (121.635 ψήφοι, ή ποσοστό 2,23%, στις περιφέρειες αυτόνομης καθόδου) και τον Αλέκο Αλαβάνο, ο οποίος απέσπασε 30.926 ψήφους στην Αττική (ισοδυναμεί πανελλαδικά με 0,57%), κατόρθωσε να συγκρατηθεί στα επίπεδα των ευρωεκλογών, συγκεντρώνοντας 244.990 ψήφους, που αντιστοιχούν σε πανελλαδικό ποσοστό 4,5%. Εντυπωσιακή είναι όμως και η άνοδος του βασικού σχήματος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), η οποία λαμβάνει για πρώτη φορά πανελλαδικά (σε 11 περιφέρειες), σχεδόν 100.000 (97.499) ψήφους. Συνολικά, η άνοδος της Αριστεράς που παρατηρείται, είναι η μεγαλύτερη από το 1981.

3. Προς εκλογές των 2/3;

Και σε αυτές τις εκλογές συνεχίσθηκε η διαχρονική αύξηση της αποχής, που παρατηρείται σταθερά από το 2004, και η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη συρρίκνωση του ελληνικού εκλογικού σώματος. Οι εκλογείς που προσήλθαν στην περιφερειακή κάλπη δεν ξεπέρασαν τελικά το όριο των 6.000.000 ψηφοφόρων. Σε σύγκριση με τις τελευταίες εθνικές εκλογές, όταν είχαν ψηφίσει 7.045.000, αυτό σημαίνει ότι πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες, προστέθηκαν τώρα, σε εκείνους που υιοθετούν ως στάση την αποχή, για να εκφράσουν την πολιτική τους δυσαρέσκεια.

Το ποσοστό της πραγματικής αποχής, (δηλαδή αυτό που μπορεί να υπολογισθεί με βάση τον πραγματικό πληθυσμό της χώρας και όχι τους μη-εκκαθαρισθέντες εκλογικούς καταλόγους) στον Α’ γύρο των περιφερειακών εκλογών υπολογίζεται σε 27,2%. ποσοστό που αν και υπολείπεται αισθητά του αντίστοιχου των τελευταίων ευρωεκλογών (36,1%), είναι εντούτοις σχεδόν διπλάσιο από αυτό που καταγράφηκε στις πρόσφατες βουλευτικές (14,5% – γράφημα 3).

Η αποχή έπληξε τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και τη ΝΔ. Ωστόσο, οι διαρροές των δύο κομμάτων προς την αποχή δεν ήταν ισοδύναμες, αλλά διαμορφώθηκε σε αναλογία 2:1, εις βάρος του ΠΑΣΟΚ. Συγκεκριμένα, οι συνολικές (διπλάσιες) απώλειες του ΠΑΣΟΚ προς την αποχή υπολογίζονται περίπου σε 638.000 ψηφοφόρους των βουλευτικών, ενώ της ΝΔ σε 321.000. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, μεταξύ βουλευτικών και περιφερειακών εκλογών, η συνολική απομάκρυνση (δηλαδή είτε προς άλλα κόμματα, είτε προς την αποχή) των ψηφοφόρων που υποστήριξαν το ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές, προσεγγίζει το 1.262.000 ψήφους. Από αυτές, η διαρροή του προς τους αντίπαλους συνδυασμούς είναι σχεδόν ισοδύναμη (49%, περίπου 624.000 ψηφοφόροι) με τη διαρροή του προς την αποχή (51%, περίπου 638.000 άτομα). Ένα μικρό τμήμα των συνολικών του διαρροών αντισταθμίστηκε από νέες εισροές (περίπου 174.000 ψήφοι). Αντίστοιχα, η συνολική απομάκρυνση από τη ΝΔ, μεταξύ Β2009 και Π2010, υπολογίζεται σε 727.000 ψήφους και επιμερίζεται σε 406.000 (56%) προς διαρροές, έναντι 321.000 (44%) προς την αποχή. Οι νέες εισροές της ΝΔ ανέρχονται περίπου σε 236.000 άτομα.

4. Η νέα κρίση του δικομματισμού
Η σημερινή κρίση του δικομματικού συστήματος αποδεικνύεται βαθύτερη από την προηγούμενη της δεκαετίας του ’90. Το ποσοστό αθροιστικής επιρροής 67,3% (γράφημα 5), που καταγράφεται στις περιφερειακές εκλογές, βρίσκει μεταπολιτευτικά ανάλογο, μόνον στις μεταβατικές εκλογές του 1977, δηλαδή πριν από την πολιτική εδραίωση του ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και στις ευρωεκλογές του 1994, περίοδο εκδήλωσης της πρώιμης κρίσης του κομματικού συστήματος, τα δύο μεγάλα κόμματα δεν είχαν πέσει κάτω από το 70% (70,3%), ενώ το συμμετέχον εκλογικό σώμα αριθμούσε τότε 6.756.000 ψηφοφόρους, δηλαδή σχεδόν 800.000 περισσότερους από ό,τι σήμερα. Τα μεγαλύτερα οφέλη από την ουσιαστική κάμψη του δικομματισμού εισπράττει η αριστερά, κυρίως το ΚΚΕ, αλλά όχι μόνον: Το σύνολο της «αριστερής αντιμνημονιακής» ψήφου στις περιφερειακές εκλογές, δηλαδή το άθροισμα των ψήφων του ΚΚΕ, του ΣΥΡΙΖΑ, και της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Αλαβάνος), χωρίς να συνυπολογισθούν –χάριν απλοποίησης- οι ψήφοι που έλαβε στην Αττική ο Γ.Δημαράς πλησιάζει το 1.000.000 (966.400) ψήφους, αντιπροσωπεύει δηλαδή το 17,75%. Παρόμοιο ποσοστό είχε καταγράψει η Αριστερά μεταπολιτευτικά, μόνον στις ευρωεκλογές του 1981 (18,1%).

Σήμερα, τα δύο μεγάλα κόμματα της διακυβέρνησης έλαβαν μαζί περίπου 3.660.000 ψήφους. Στη δεκαετία του ’90, όταν το ΠΑΣΟΚ επέστρεψε στην εξουσία, το 1993, κέρδισε τις εκλογές συγκεντρώνοντας, μόνο του, 3.235.000 ψήφους. Στη δεκαετία του 2000, όταν η Νέα Δημοκρατία κέρδισε με τη σειρά της τις εκλογές του 2004, έλαβε 3.359.000 ψήφους, αριθμό που αποτελεί και το καλύτερο αποτέλεσμα για μεταπολιτευτικό κόμμα. Αν συνυπολογισθεί η αποχή, τότε η πραγματική κοινωνική επιρροή των δύο κομμάτων διακυβέρνησης, ως ποσοστό επί του πραγματικού εκλογικού σώματος της χώρας, δεν αντιπροσωπεύει πλέον παρά το 44.5%.

Τα διαγράμματα της ανάλυσης: