ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Πολιτικές αξίες & ιδεολογίες σήμερα στην Ελλάδα-3

ΑΝΑΛΥΣΗ

των Γιάννη Μαυρή & Βαγγέλη Τσιροβασίλη

Έξι δεκατίες μετά την καθιέρωση της ψήφου των γυναικών στην Ελλάδα, ο Φεμινισμός είναι σήμερα γενικά αποδεκτός στην ελληνική κοινωνία, προκαλώντας θετική εντύπωση στο 52% των πολιτών (περίπου 1 στους 2).[1]

Είναι γεγονός ότι μια σειρά από διαμορφωμένες βασικές θέσεις του φεμινιστικού κινήματος, όπως: i) η εξάλειψη των έμφυλων ανισοτήτων και η βελτίωση της θέσης των γυναικών στην κοινωνία, ii) οι ίσες ευκαιρίες στον χώρο εργασίας και η ίση μεταχείριση στο θέμα των οικονομικών απολαβών, iii) οι ίσες ευκαιρίες για συμμετοχή στη δημόσια ζωή και οι δυνατότητες εκπροσώπησης ή, τέλος, iv) η καταπολέμηση των στερεότυπων που προσβάλλουν τη γυναικεία φύση και η αμφισβήτηση των παραδοσιακών ρόλων των φύλων (τα οποία θεωρούνται κοινωνικές κατασκευές), έχουν γίνει –έως έναν βαθμό τουλάχιστον- αποδεκτές ή έστω είναι απολύτως νομιμοποιημένες, κοινωνικά, στη συνείδηση της ελληνικής κοινής γνώμης.

Προσδιοριστικοί παράγοντες

Ωστόσο, από την δημογραφική ανάλυση της αποδοχής του προκύπτει, ότι η στάση των ερωτώμενων, απέναντι στον Φεμινισμό, εξαρτάται σημαντικά από πολλούς παράγοντες· ενδεικτικά και όχι ιεραρχικά: το εκπαιδευτικό επίπεδο, την ηλικία, τις πολιτικές προτιμήσεις, την ταξική αυτοτοποθέτηση και την εισοδηματική κατάσταση (Διαγράμματα 1 & 2).

Καταρχάς, συσχετίζεται θετικά με το εκπαιδευτικό επίπεδο, στο βαθμό που στις υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες συγκεντρώνονται και τα υψηλότερα ποσοστά κοινωνικής αποδοχής του (64% στην ανώτερη, 51% στη μέση και μόλις 14% στην κατώτερη βαθμίδα – Διάγραμμα 1).

Δεύτερον, συσχετίζεται με την πολιτική τοποθέτηση των ερωτώμενων στην κλίμακα Α/Δ, από την οποία προκύπτει, ότι θετική εντύπωση για τον Φεμινισμό έχει το 68% των Αριστερών και Κεντροαριστερών πολιτών, το 54% των Κεντροδεξιών και μόλις το 30% των Δεξιών (Διάγραμμα 2). Το γεγονός αυτό δεν είναι τυχαίο. Ιστορικά, ο σοσιαλισμός και η Αριστερά έχουν επαγγελθεί την απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης στο «μισό του ουρανού», την αμφισβήτηση και ανατροπή του κατεστημένου και των κυριάρχων συνειδήσεων. Κυρίως, όμως, η σχέση των γυναικών με την ελληνική αριστερά σφυρηλατήθηκε στην περίοδο της κατοχής, όπου η ανοικτή συμμετοχή των γυναικών στο κίνημα της αντίστασης αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα για την πολιτική και κοινωνική τους χειραφέτηση (Βερβενιώτη 1993).

Άλλοι παράγοντες που συσχετίζονται με την αποδοχή του Φεμινισμού είναι η αστικότητα της περιοχής κατοικίας (55% αποδοχή στα αστικά κέντρα, έναντι 47% στα αγροτικά), η αυτοτοποθέτηση σε κοινωνική τάξη (63% μεταξύ των αυτοτοποθετούμενων στην «ανώτερη-αστική», έναντι μόνον 46% μεταξύ των αυτοτοποθετούμενων στην «κατώτερη») και το εισόδημα (59% όσων «τα καταφέρνουν» ή «ζουν άνετα» έχουν θετική εντύπωση για τον φεμινισμό, έναντι 41% όσων αντιμετωπίζουν «μεγάλες δυσκολίες»).

Όσον αφορά την ηλικία, το ποσοστό αποδοχής του Φεμινισμού κυμαίνεται, γενικά, σε υψηλότερα επίπεδα, μεταξύ των ενδιάμεσων ηλικιακών ομάδων (61% στην κατηγορία 55-64 ετών, 59% στην κατηγορία 45-54 ετών και 58% στην κατηγορία 35-54 ετών). Οι γενιές που κοινωνικοποιήθηκαν πολιτικά στην περίοδο ανόδου του φεμινιστικού κινήματος διεθνώς (1963-1982), αλλά και την περίοδο της έκρηξης του κοινωνικού ριζοσπαστισμού, στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, είναι λογικό να έχουν επηρεασθεί σε μεγαλύτερο βαθμό [2].

Αντίθετα, στις νεότερες ηλικιακές κατηγορίες, 17-34 ετών, το ποσοστό θετικής εντύπωσης για τον Φεμινισμό είναι εμφανώς χαμηλότερο (45%) του συνολικού μέσου όρου. Το εύρημα αυτό θα μπορούσε να αποδοθεί, ίσως, στο γεγονός, ότι ένα μεγάλο μέρος των διεκδικήσεων των γυναικών για ισότητα -τουλάχιστον σε νομικό και θεσμικό επίπεδο- έχει καλυφθεί σήμερα στην Ελλάδα και θεωρείται πλέον δεδομένο. Η κοινωνική πεποίθηση ότι, πράγματι, η θέση των γυναικών στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί ουσιαστικά, είναι εδραιωμένη. Μάλιστα, σε παλαιότερη έρευνα της PI για την ιστορική αποτίμηση της μεταπολιτευτικής περιόδου (1974-2007) [3] και σε ερώτημα, σχετικά με τη θέση των γυναικών στην Ελλάδα, τα τελευταία 30 χρόνια, 8 στους 10 ερωτηθέντες (82%) θεωρούσαν (το 2007) ότι αυτή έχει καλυτερέψει.[4]

Ο Φεμινισμός σήμερα

Οι φεμινιστικές οργανώσεις ασκούν σήμερα κριτική στην πεποίθηση, ότι «ο φεμινισμός είναι ‘ξεπερασμένος’, διότι η ισότητα των φύλων είναι κατακτημένη υπόθεση που απασχόλησε τις προηγούμενες γενιές». Σε αυτό απαντούν, ότι «η νομοθετική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων δεν διασφαλίζεται πάντοτε στην πράξη, είναι σίγουρα ελλιπής και παραβιάζεται. Και επιπλέον, στην παρούσα φάση της κρίσης στην Ελλάδα και της επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού σε όλη την Ευρώπη, υποχωρούν ακόμη και θεσμικά κατοχυρωμένα κεκτημένα των αγώνων του φεμινιστικού κινήματος.[5] Συγκεκριμένα: «Η οικονομική και κοινωνική κρίση των τελευταίων επτά ετών έχει συμβάλει, δυστυχώς στην πράξη, στο φαινόμενο έντασης της καταστρατήγησης των de jure δικαιωμάτων των γυναικών. Αυξάνεται η ενδοοικογενειακή βία, η έμφυλη βία, αμφισβητούνται στην πράξη τα εργασιακά δικαιώματα που αφορούν την κύηση και την ανατροφή των παιδιών, ενώ παράλληλα δεν έχει αναγνωριστεί η οικιακή εργασία και δεν εξασφαλίζεται η ισόρροπη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων» (Καραπάνου 2017, πρόλογος).

Μια ισχυρή απόδειξη ότι η ανισότητα των φύλων εξακολουθεί να υφίσταται ή και να επιτείνεται λόγω της κρίσης είναι ότι το ποσοστό της ανεργίας των γυναικών παραμένει σήμερα στο 25,3%, σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών, 17,9%.[6] Οι γυναίκες συνεχίζουν να καταλαμβάνουν κακοπληρωμένες και επισφαλείς θέσεις εργασίας ή να βιώνουν το φαινόμενο της «γυάλινης οροφής» (δυσκολίες επαγγελματικής ανέλιξης), ενώ η χαμηλή διαπραγματευτική τους δύναμη εξακολουθεί να οφείλεται στον χαμηλό βαθμό συνδικαλισμού τους και την περιορισμένη συμμετοχή τους στα κόμματα και την δημόσια σφαίρα[7].

Αποσύνδεση του Φεμινισμού από τα πολιτικά κόμματα

Συμπερασματικά, η κρίση επιδεινώνει τη θέση των γυναικών και επαναφέρει τον Φεμινισμό στην επικαιρότητα. Ωστόσο, σήμερα, στη συνείδηση της κοινής γνώμης, κανένα από τα υπαρκτά μορφώματα του κομματικού συστήματος δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την αξία του Φεμινισμού (Διάγραμμα 3). Μάλιστα, η σημερινή έρευνα της Public Issue καταδεικνύει, σαφώς, ότι ακόμη και η ιστορική σχέση Φεμινισμού και Αριστεράς/Σοσιαλισμού έχει ατονίσει, πλέον, σε μεγάλο βαθμό.[8] Όποιο περιεχόμενο και μορφή ενδέχεται να αποκτήσει, εφεξής, το φεμινιστικό κίνημα, αυτό σίγουρα θα αναπτύσσεται ερήμην των πολιτικών κομμάτων.

[1] Για πρώτη φορά στην Ελλάδα, οι γυναίκες (και οι νέοι 18 ετών και άνω) θα ψηφίσουν στις παράνομες εκλογές που οργάνωσε το ΕΑΜ στην κατοχή, για τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης –ΠΕΕΑ, δηλαδή της «βουλής του βουνού», τον Απρίλιο του 1944. Από τους 180 Εθνοσυμβούλους που εκλέχθηκαν πανελλαδικά, οι 5 ήταν γυναίκες (Βερβενιώτη 1993, 188). Ωστόσο, το συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός συνήθως αποσιωπάται. Η επίσημη ένταξη των γυναικών στο εκλογικό σώμα των βουλευτικών εκλογών, θα γίνει από το μετεμφυλιακό κράτος μια δεκαετία μετά, στην βουλευτικές του 1956. Έχει προηγηθεί η ψήφος στην αναπληρωματική εκλογή της Θεσσαλονίκης (Ιανουάριος 1953), όπου εκλέγεται η Ελένη Σκούρα και οι δημοτικές εκλογές του 1954.

Για την προϊστορία και την ιστορία των πολιτικών δικαιωμάτων και της ψήφου των γυναικών στην Ελλάδα, βλέπε αναλυτικότερα, Παντελίδου-Μαλούτα 1992 και 2007· Για την πολιτική αντιπροσώπευση των γυναικών  στην πρόσφατη περίοδο, βλέπε Κακεπάκη 2016.

[2] Βλέπε ενδεικτικά: Καραπάνου, Άννα, επιμ. 2017. Ο φεμινισμός στα χρόνια της μεταπολίτευσης 1974-1990: Ιδέες, συλλογικότητες, διεκδικήσεις. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

[3] Public Issue. 2008. Η Ελληνική Κοινή Γνώμη απέναντι στη Μεταπολίτευση, 1974-2007. Διαθέσιμη διαδικτυακά στην ιστοσελίδα: http://www.publicissue.gr/28/metapolitefsi2007/

[4] http://www.publicissue.gr/wp-content/gallery/pi07553/image35.jpg

[5] http://www.avgi.gr/article/10808/5399301/o-pheminismos-semera-e-giati-na-eimaste-pheministries

[6] ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα απασχόλησης εργατικού δυναμικού, Ιούνιος 2017.

[7] Για το ζήτημα της γυναικείας απασχόλησης, βλέπε ενδεικτικά Καραμεσίνη 2008.

[8] Βλέπε σχετικά με αυτό το ζήτημα, στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, το διάγραμμα πολυδιάστατης κλιμακοποίησης: http://www.publicissue.gr/wp-content/uploads/2017/09/3.jpg

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Βερβενιώτη, Τασούλα. 1994. Η γυναίκα της αντίστασης. Η είσοδος των γυναικών στην πολιτική. Αθήνα: Οδυσσέας.

Κακεπάκη, Μανίνα, επιμ. 2016. Η Πολιτική Αντιπροσώπευση στη Σύγχρονη Ελλάδα. Χαρακτηριστικά και Φυσιιογνωμία των Μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, 1996-2015. Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών. Αθήνα: Παπαζήσης.

Καραμεσίνη, Μαρία. 2008. «Η ισότητα των φύλων στην απασχόληση: Επισκόπηση και αποτίμηση των πολιτικών της τελευταίας δεκαετίας στην Ελλάδα». Στο: Πολιτικές ισότητας των φύλων: Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις και εθνικές πρακτικές, επιμέλεια Μαρία Στρατηγάκη, 279-328. Αθήνα: Gutenberg.

Καραπάνου, Άννα, επιμ. 2017. Ο φεμινισμός στα χρόνια της μεταπολίτευσης 1974-1990: Ιδέες, συλλογικότητες, διεκδικήσεις. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.

Παντελίδου-Μαλούτα, Μάρω. 1992. Γυναίκες και Πολιτική, η Πολιτική Φυσιογνωμία των Ελληνίδων. Αθήνα: Gutemberg.

Παντελίδου-Μαλούτα, Μάρω. 2007. Μισός αιώνας γυναικείας ψήφου, μισός αιώνας γυναίκες στη Βουλή. Αθήνα: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Διαθέσιμο διαδικτυακά στην ιστοσελίδα: http://foundation.parliament.gr/VoulhFoundation/VoulhFoundation Portal/images/site_content/voulhFoundation/file/Books/Gynaikes.pdf

Στρατηγάκη, Μαρία, επιμ. 2008. Πολιτικές ισότητας των φύλων: Ευρωπαϊκές κατευθύνσεις και εθνικές πρακτικές. Αθήνα: Gutenberg.