Πραγματική συμμετοχή και αποχή στις Ευρωεκλογές

Ανάλυση του

ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Οι ψηφίσαντες στις πρόσφατες Ευρωεκλογές ανέρχονται σε 5.261.036 πολίτες. Με την εξαίρεση των πρώτων μεταδικτατορικών εκλογών του 1974, πρόκειται για το μικρότερο εκλογικό σώμα, που καταγράφηκε σε εκλογική αναμέτρηση της Μεταπολιτευτικής περιόδου (διάγραμμα 1). Η συμμετοχή στις Ευρωεκλογές, μόλις μέσα σε μια 15ετία, από το 1994 όπου παρά τους κλυδωνισμούς του δικομματισμού, είχε αγγίξει το υψηλότερο σημείο της (6.756.000), έως σήμερα, μειώθηκε συνολικά κατά 22%. Φαίνεται ότι το ενεργό εκλογικό σώμα της Μεταπολίτευσης ακολουθεί και αυτό την παραβολική πορεία αποδόμησης και παρακμής της 35χρονης Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Πριν από 5 χρόνια, το 2004, περίπου 1.300.000 ψηφοφόροι, ενώ συμμετείχαν στις Βουλευτικές του Μαρτίου, απείχαν στις Ευρωεκλογές, που ακολούθησαν 3 μήνες μετά (1 στους 6 Έλληνες πολίτες). Σήμερα, το φαινόμενο του 2004 επαναλήφθηκε και μάλιστα σε μεγέθυνση. Η σύγκριση με τις Βουλευτικές εκλογές του 2007 είναι πράγματι σοκαριστική: Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές, συμμετείχαν 2.095.000 λιγότεροι πολίτες. Αυτό σημαίνει πρόσθετη αποχή σχεδόν 800.000 ψηφοφόρων, αριθμός που αντιπροσωπεύει πάνω από 10% του εκλογικού σώματος που ψήφισε στις τελευταίες Βουλευτικές. Η έξοδος από το εκλογικό σώμα συντελείται με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου.

Ποιο είναι το πραγματικό εκλογικό σώμα

Η ραγδαία αύξηση της αποχής που σημειώθηκε στις Ευρωεκλογές φέρνει και πάλι στην επικαιρότητα το χρόνιο πρόβλημα του υπολογισμού του πραγματικού εκλογικού σώματος στην Ελλάδα. Το πρόβλημα αυτό που έχει δημιουργηθεί ιστορικά, δεν επιλύθηκε ούτε με τους νέους εκλογικούς καταλόγους, οι οποίοι συντάχθηκαν το 2002 με βάση τα δημοτολόγια. Στο σύνολο των εγγεγραμμένων εκλογέων (που ανέρχονται με βάση την Α’ Αναθεώρηση του 2009, σε 9.866.913 άτομα), εξακολουθεί να περιλαμβάνεται και ένας σημαντικός αριθμός θανόντων πολιτών, είτε στην Ελλάδα, είτε και κυρίως στο εξωτερικό, ο θάνατος των οποίων δεν έχει δηλωθεί. Η οριστική εκκαθάριση των εκλογικών καταλόγων αποτελεί, βεβαίως, ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο υποδομής, με μεγάλη θεσμική σημασία.
Ωστόσο, οι εκρηκτικές διαστάσεις που προσλαμβάνει πλέον και στην Ελλάδα το φαινόμενο της αποχής καθιστούν επιτακτική ανάγκη την απόπειρα, μιας εμπειρικής, έστω, εκτίμησης του εκλογικού σώματος, ώστε να προσεγγισθεί περισσότερο αξιόπιστα το μέγεθος της πραγματικής αποχής και να αποτιμηθεί το μέγεθος και κυρίως ο ρυθμός της σημαντικότατης πολιτικής-κοινωνικής εξέλιξης που συντελείται. Διότι είναι προφανές, ότι έχει διαφορετική πολιτική και κοινωνική σημασία για το μέλλον του πολιτικού συστήματος, εάν η αποχή είναι 47,4% (με βάση τα επίσημα στοιχεία), ή αισθητά χαμηλότερη και πόσο.
Ο ακριβής προσδιορισμός του εκλογικού σώματος είναι εξαιρετικά δύσκολος, ίσως και ανέφικτος. Ο υπολογισμός της Public Issue για το εκλογικό σώμα της τελευταίας 5ετίας γίνεται χωριστά για κάθε έτος εκλογικής αναμέτρησης (2004, 2007 και 2009). Από τον μόνιμο πληθυσμό της απογραφής του 2001 της ΕΣΥΕ, αφαιρούνται κάθε φορά: α) οι ηλικιακές κατηγορίες που δεν εντάσσονται στο εκλογικό σώμα, β) οι θάνατοι των αντίστοιχων ετών και γ) οι αλλοδαποί. Σε αυτόν τον αριθμό δεν περιλαμβάνονται, λογικά, οι Έλληνες μετανάστες και οι οικογένειές τους, που διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό, οι οποίοι είναι μεν εγγεγραμμένοι στα δημοτολόγια, αλλά δεν είχαν απογραφεί το 2001 στην Ελλάδα. Ο τελικός αριθμός που προκύπτει, παρά τις εμφανείς αδυναμίες του, αποτελεί μια ικανοποιητική προσέγγιση του «γηγενούς» εκλογικού σώματος, δηλαδή των πολιτών που διαμένουν στην Ελλάδα την τελευταία 10ετία και κατέχουν το εκλογικό δικαίωμα.

Η εξέλιξη της αποχής κατά την τελευταία 5ετία

Με βάση τις προηγούμενες παραδοχές για το εκλογικό σώμα, προκύπτουν τα ακόλουθα πέντε συμπεράσματα:
Πρώτον: Η εκλογική συμμετοχή στην Μεταπολίτευση προσέγγισε το μέγιστό της στις Βουλευτικές εκλογές του 2004 (93,4%, 7.575.190 ψηφίσαντες), ενώ η αποχή το ελάχιστό της, μόλις 6,6%. Το γεγονός αυτό ήταν αποτέλεσμα, κατά βάση, τριών παραγόντων: α) Της διεύρυνσης του εκλογικού σώματος, με την ένταξη σημαντικού τμήματος των ομογενών Βορειοηπειρωτών και Ρωσοποντίων, κυρίως στην περίοδο 1996-2004. β) Της απλοποίησης της εκλογικής διαδικασίας (μεταρρύθμιση Σκανδαλίδη), που διευκόλυνε σημαντικά την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος γ) Κυρίως, όμως οφείλεται στην αυξημένη πολιτική σημασία που απέκτησαν, εξαιτίας της πολύχρονης παραμονής του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση. Γεγονός, που δημιούργησε σημαντικό κίνητρο κινητοποίησης, συγκρίσιμο με το αντίστοιχο της Αλλαγής του 1981 (time for change factor).
Δεύτερον: Έκτοτε, η συμμετοχή θα ακολουθήσει φθίνουσα πορεία. Στις Ευρωεκλογές του 2004 που θα ακολουθήσουν 3 μήνες μετά τις Βουλευτικές, η αποχή θα εκτοξευτεί στο 22,5% (αύξηση +15.9%), ποσοστό που αν και πρωτοφανές, θα υποεκτιμηθεί, μέσα στις συνθήκες ευφορίας του 2004. Η μειωμένη συμμετοχή των Ευρωεκλογών του 2004, σε σύγκριση με τις Βουλευτικές, παρότι αρκετά μικρότερη από τον πανευρωπαϊκό μέσο όρο μείωσης, υπήρξε πρωτόγνωρη για τα ελληνικά δεδομένα, όχι μόνον της μεταπολιτευτικής, αλλά και της προδικτατορικής περιόδου. Το ρεκόρ αποχής που σημειώθηκε, αποτέλεσε καθοριστική εξέλιξη. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλης έκτασης κοινωνική νομιμοποίηση της αποχής στην Ελλάδα.
Τρίτον: Είναι προφανές, ότι η τάση αυτή στην ελληνική εκλογική συμπεριφορά αφορά και τις εθνικές εκλογές. Τα αποτελέσματά της ήταν ήδη ορατά στις τελευταίες (Σεπτέμβριος 2007). Γεγονός, που διέλαθε της προσοχής των περισσότερων αναλυτών. Το 2007, η αποχή που σημειώνεται είναι αυξημένη, κατά 4.1%, σε σύγκριση με το 2004, και υπερβαίνει πλέον το 10% (10,7%, έναντι 6,6% στις Βουλευτικές του 2004 – διάγραμμα 2). Επομένως, το 2007, η μείωση της συμμετοχής, κατά περίπου 219.000 ψηφοφόρους, δεν οφείλεται σε δημογραφικούς παράγοντες. Και, εκ των υστέρων, αποδεικνύεται πολιτικά ιδιαίτερα σημαντική.
Τέταρτον: Η πραγματική συμμετοχή στις Ευρωεκλογές της περασμένης Κυριακής ανήλθε σε 63,9% και η αποχή σε 36,1%, αυξημένη κατά 60%, σε σύγκριση με το 2004. Μάλιστα, η σημασία της αποχής σε αυτές τις Ευρωεκλογές, που πραγματοποιήθηκαν σχεδόν στο μέσον του εκλογικού κύκλου, είναι αντικειμενικά πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των περισσότερο υποβαθμισμένων εκλογών του 2004. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι απείχε 1 στους 3 πολίτες και όχι 1 στους 2. Παράλληλα, συγκριτικά με τις Βουλευτικές, η αποχή στις Ευρωεκλογές του 2009, όπως και το 2004, πάλι υπερτριπλασιάσθηκε. Ο ρυθμός διατηρείται. Για το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος, που την επέλεξε, η στάση της αποχής συνιστά μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Συγκαταλέγεται, πλέον, «αποενοχοποιημένα», στις δυνητικές επιλογές ψήφου και των Ελλήνων εκλογέων. Υπήρξε, μάλιστα, αποκρυσταλλωμένη απόφαση εδώ και καιρό (διάγραμμα 3), κυρίως των νεαρότερων ψηφοφόρων. Το ποσοστό αποχής προσεγγίζει το ½, μεταξύ των πολιτών ηλικίας 25-34 ετών (48%), 18-24 ετών (45%) και 35-44 ετών (43%, διάγραμμα 4). Επίσης, εμφανίζεται διογκωμένο μεταξύ των κατοίκων των αστικών κέντρων όπου συσσωρεύεται, κατά κύριο λόγο, η δυσαρέσκεια από το πολιτικό σύστημα (41%, έναντι 28% στις ημιαστικές περιοχές και 25% στις αγροτικές – διάγραμμα 5), καθώς και μεταξύ των περισσότερο μορφωμένων τμημάτων του πληθυσμού (διάγραμμα 6).
Πέμπτον: Η επιλογή της αποχής, ως στάση πολιτικής διαμαρτυρίας, ή αποδοκιμασίας της πολιτικής διαδικασίας και της διακυβέρνησης, φαινόμενο, που για αρκετές ευρωπαϊκές χώρες αποτελεί παγιωμένη μορφή εκλογικής συμπεριφοράς εδώ και δεκαετίες, συνιστά επίσης πολιτική στάση, την οποία ήδη από το 2004 και εντονότερα το 2009 επέλεξε και στην Ελλάδα μια σημαντική μερίδα του ενεργού εκλογικού σώματος. Οι λόγοι αποχής που επικαλούνται οι απέχοντες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για αυτό. Τα 2/3 των απαντήσεων παραπέμπουν ευθέως σε πολιτικές αιτιάσεις (πρόκειται δηλαδή για πολιτική αποχή), και μόνον το 1/3 μπορεί να αποδοθεί σε κοινωνικούς λόγους (διαγράμματα 78). Με αυτούς τους διαπιστωμένους ρυθμούς, η τάση αύξησης της αποχής, που εγγράφηκε αμετάκλητα στην ελληνική εκλογική συμπεριφορά, δεν πρόκειται βέβαια να ανακοπεί. Εφεξής, η κοινωνική συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η αυξημένη αποχή θα αποτελέσει μείζον πρόβλημα στις προσεχείς Βουλευτικές εκλογές. Ιδίως εάν αυτές πραγματοποιηθούν σε κοντινό χρονικό σημείο από σήμερα.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Η σχετική έρευνα

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (14/06/2009)