Εκλογές “δεύτερης τάξης” ή “δημοψήφισμα”;

Ανάλυση του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΚΟΥΡΑΚΗ*

Οι εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της χώρας μας στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο θεωρούνται εκλογές «δεύτερης τάξης» (μοντέλο Reif – Schmitt)** ή «χαλαρής ψήφου», στο βαθμό που δεν διακυβεύεται η κυβερνητική εξουσία. Δεν πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία. Από τις προεκλογικές εκστρατείες στα κράτη-μέλη, κατά κανόνα, απουσιάζουν τα θέματα ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αντίθετα, κυριαρχούν τα ζητήματα εσωτερικής και εθνικής πολιτικής και οι εκλογές προσλαμβάνουν χαρακτήρα αποδοκιμασίας ή επιδοκιμασίας της πολιτικής των κυβερνώντων κομμάτων.
Ο βαθμός του ενδιαφέροντος των πολιτών κάθε χώρας για τις ευρωεκλογές συναρτάται με το χρονικό σημείο στο οποίο διεξάγονται και, συγκεκριμένα, με την απόστασή τους από τις εθνικές εκλογές (αυτές που προηγήθηκαν και εκείνες που ακολουθούν). Σε αυτό το πλαίσιο, οι έξι εκλογικές αναμετρήσεις για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο που έχουν διεξαχθεί στη χώρα μας από το 1981 θα μπορούσαν, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη επιμέρους διαφοροποιήσεις, να ταξινομηθούν σε δύο κατηγορίες:
– Ευρωεκλογές που διεξήχθησαν ταυτόχρονα (1981 και 1989) ή σε κοντινό χρονικό σημείο (1994 και 2004) με τις εθνικές. Συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκαν είτε την ίδια μέρα ή σε απόσταση, το πολύ, οκτώ μηνών από μια ξεκάθαρη εκλογική αποτύπωση για το εθνικό κοινοβούλιο: αλλαγή σκυτάλης στη διακυβέρνηση έπειτα από επικράτηση του πρώτου κόμματος με υψηλό ποσοστό (από 44,3% ως 48,1%) και σημαντική διαφορά από το δεύτερο (4,8%-12,2%). Είναι, κατά συνέπεια, εύλογο ότι το ενδιαφέρον για αυτές τις τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις ήταν περιορισμένο, καθώς σε αυτές επικυρώθηκε απλώς το αποτέλεσμα των αντίστοιχων εθνικών εκλογών, με διαφοροποιήσεις στα απόλυτα μεγέθη των ποσοστών των κομμάτων και στο εύρος της διαφοράς των δύο πρώτων.
– Ευρωεκλογές που διεξήχθησαν στη διάρκεια του εκλογικού κύκλου (1984 και 1999), σε χρονική απόσταση περίπου δυόμισι ετών από τις τελευταίες βουλευτικές (1981 και 1996, αντίστοιχα). Οι πολιτικές ηγεσίες, κυρίως εκείνες του εκάστοτε κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, προσέδωσαν σε αυτές «δημοψηφισματικό» χαρακτήρα «προκριματικής» εκλογής.
Η εκλογική αναμέτρηση της Κυριακής κατατάσσεται στη δεύτερη κατηγορία, καθώς βρισκόμαστε σχεδόν στο μέσον του εκλογικού κύκλου, 20 μήνες μετά τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2007.

Οι ευρωεκλογές του 1984

Δυόμισι χρόνια μετά τη θριαμβευτική εκλογή του ΠΑΣΟΚ το 1981 οι ευρωεκλογές του 1984 πολιτικοποιήθηκαν από τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (Ε. Αβέρωφ, που μάλιστα τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου). Χαρακτηρίστηκαν εκλογές «εφ’ όλης της ύλης» και ο έντονα δημοψηφισματικός χαρακτήρας τους συνοψιζόταν στο δίλημμα: «αλλαγή ή απαλλαγή».
Η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ και του Α. Παπανδρέου δεν αμφισβητήθηκε. Παρότι είχε σημαντικές απώλειες σε σχέση με τις βουλευτικές του 1981 (6,5%), αυξάνοντας πάντως κατά 1,5% την επιρροή του σε σχέση με τις ταυτόχρονες ευρωεκλογές, διατήρησε την πρώτη θέση με διαφορά 3,5% από τη Ν.Δ., η επιρροή της οποίας αυξήθηκε σε σχέση και με τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1981 (κατά 2,2% και 6,7%, αντίστοιχα). Ένα χρόνο αργότερα, στις βουλευτικές του 1985, η επιρροή των δύο κομμάτων θα ενισχυθεί και η διαφορά υπέρ του ΠΑΣΟΚ θα φθάσει τις πέντε μονάδες.
Το πολιτικό κλίμα ακραίας πόλωσης και οξύτητας, που επικράτησε το 1984 και είχε ως αποτέλεσμα να καταγραφεί το υψηλότερο αθροιστικό ποσοστό των δύο κομμάτων σε ευρωεκλογές (79,6%), δεν άφησε ιδιαίτερα περιθώρια για να ενισχυθεί η επιρροή των υπόλοιπων κομμάτων, τα οποία (με εξαίρεση το ΚΚΕ εσωτερικού) έμειναν περίπου στα ποσοστά που είχαν καταγράψει στις βουλευτικές του 1981. Στις εκλογές του 1985 είχαν σημαντικές απώλειες.

Οι ευρωεκλογές του 1999

Στις ευρωεκλογές του 1999 για πρώτη φορά κυβερνών κόμμα περιορίστηκε στη δεύτερη θέση. Η σημαντική αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ (απώλειες 8,6%, εγκαταλείφθηκε από περίπου 700.000 ψηφοφόρους του των βουλευτικών του 1996) είχε ως αποτέλεσμα την καταγραφή του χαμηλότερου ποσοστού του (32,9%) σε αναμέτρηση εθνικού επιπέδου μετά το 1981. Η Ν.Δ. (36%) πέτυχε την πρώτη νίκη της μετά το 1990, παρότι και αυτή είχε απώλειες (2,1%).
Το αθροιστικό ποσοστό ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ., που ήδη από τις ευρωεκλογές του 1994 είχε περιοριστεί σε επίπεδο οριακά πάνω από 70% και στη συνέχεια (1996) καταγράφηκε, για πρώτη φορά σε βουλευτικές, κάτω από 80% (79,6%), έφθασε το 1999 στο χαμηλότερο επίπεδο μετά το 1981 (68,9%). Το ποσοστό αυτό παραμένει ως σήμερα αρνητικό ρεκόρ για τον δικομματισμό. Στις επόμενες εθνικές εκλογές, ωστόσο, (2000) το ΠΑΣΟΚ επικράτησε, βραχεία κεφαλή, της Ν.Δ. (43,8% έναντι 42,7%), καθώς αύξησε τη δύναμή του κατά 10,9% από τις ευρωεκλογές του 1999, έναντι 6,7% για τη Ν.Δ. Το αθροιστικό ποσοστό εκτοξεύθηκε στο 86,5% και ο δικομματισμός διατηρήθηκε ως κυρίαρχη μορφή του ελληνικού κομματικού συστήματος.
Μια ουσιώδης διαφοροποίηση των εκλογών του 1999 από εκείνες του 1984 είναι ότι δεν απέκτησαν ακραία πολωτικό χαρακτήρα.
Επίσης, επιβεβαιώθηκε η διαχρονική τάση ενίσχυσης των υπόλοιπων κομμάτων στις ευρωεκλογές (αν και σπάνια υπάρχουν αξιοσημείωτες αποκλίσεις από τα αποτελέσματα των βουλευτικών). Το ΚΚΕ πέτυχε να αυξήσει σημαντικά τα ποσοστά του (σε 8,7%), για να επανέλθει στις βουλευτικές του 2000 ακριβώς στα επίπεδα του 1996 (5,5%). Ο Συνασπισμός απλώς διατήρησε το ποσοστό του 1996 (5,1%) για να βρεθεί οριακά στο κοινοβούλιο στις εκλογές του επόμενου έτους (3,2%). Το ΔΗΚΚΙ αύξησε σημαντικά την επιρροή του (από 4,4% σε 6,9%) αλλά στις εθνικές εκλογές του 2000 η δύναμή του συρρικνώθηκε σημαντικά (2,7%, έμεινε εκτός κοινοβουλίου). Η Πολιτική Άνοιξη, στην τελευταία συμμετοχή της σε εκλογές, περιορίστηκε στο 2,3%.
Στα αξιοσημείωτα των συγκεκριμένων εκλογών περιλαμβάνονται η χαλάρωση των κομματικών ταυτίσεων (1 στους 5 ψηφοφόρους έκανε άλλη επιλογή στις ευρωεκλογές από αυτή των βουλευτικών του 1996), το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των «λοιπών» κομμάτων (6,5% που φθάνει στο 10,4% αν συνυπολογιστούν τα ποσοστά Άνοιξης και Φιλελεύθερων) και το υψηλό ποσοστό άκυρων/λευκών ψηφοδελτίων (ήδη από το 1994 είχαν φθάσει στο 4%).
ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. υποδέχθηκαν θετικά το αποτέλεσμα, πιστεύοντας ότι η επικράτησή τους στις επόμενες εθνικές εκλογές θα ήταν εφικτή.

Οι ευρωεκλογές της Κυριακής

Σύμφωνα με τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων στις εκλογές της Κυριακής αναμένεται να έχουμε, ως προς το συσχετισμό δυνάμεων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ένα «αντεστραμμένο» 1999, καθώς όλες οι έρευνες συγκλίνουν στην επικράτηση του σημερινού κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης με σημαντική διαφορά (εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος Public Issue, 05 Ιουνίου: διαφορά 5,5%).
Ωστόσο, η κρισιμότερη παράμετρος αυτών των ευρωεκλογών είναι το επίπεδο της αποχής. Η ύπαρξη ενός «κινούμενου σώματος» ψηφοφόρων, που από έρευνα σε έρευνα καταγράφεται σε διαφορετικά επίπεδα, ως προς την απόφαση για προσέλευση ή μη στην κάλπη, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη ενίσχυση της επιλογής «λευκό/άκυρο», δυσχεραίνει την εκτίμηση για μια σειρά από κρίσιμα μεγέθη (διαφορά ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ, σειρά κατάταξης των υπόλοιπων κομμάτων κ.λπ.).
Το στοίχημα για το ελληνικό πολιτικό σύστημα συνολικά είναι το ποσοστό συμμετοχής να υπερβεί το αντίστοιχο των ευρωεκλογών του 2004 (63,2%), το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί ποτέ στην Ελλάδα, σε μια εκλογή, ωστόσο, που είχε διεξαχθεί αμέσως μετά από εθνικές εκλογές και δεν παρουσίαζε κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Με τα σημερινά δεδομένα αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσέλθουν στην κάλπη περισσότεροι από 6.200.000 ψηφοφόροι.
Το ευνοϊκότερο ενδεχόμενο είναι η συμμετοχή να κινηθεί σε επίπεδα περί το 70% (ευρωεκλογές 1994 και 1999). Τα ποσοστά συμμετοχής στις ελληνικές ευρωεκλογές εξακολουθούν, πάντως, να βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ήδη από το 1999 καταγράφηκε κάτω από 50%, με αρνητικό ρεκόρ το 45,7% του 2004.
Επίσης, αν τα δημοσκοπικά ευρήματα επαληθευτούν, τότε το αθροιστικό ποσοστό ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. είναι πιθανό να κινηθεί σε επίπεδα περί το 65 – 70%, συνεπώς δεν μπορεί να αποκλειστεί και η καταγραφή νέου ιστορικά χαμηλού (κάτω από το 68,9% του 1999).
Στο νέο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο προβλέπεται ότι θα εκπροσωπηθούν έξι κόμματα (τα πέντε κοινοβουλευτικά και οι Οικολόγοι). Κάτι τέτοιο είχε συμβεί μόνο μετά τις πρώτες ευρωπαϊκές εκλογές του 1981.
Οι Οικολόγοι-Πράσινοι, μάλιστα, ως προνομιακός υποδοχέας ψήφων διαμαρτυρίας από όλο το πολιτικό φάσμα, διεκδικούν την τρίτη θέση. Ένα σημαντικό τμήμα, ωστόσο, του δυνητικού οικολογικού εκλογικού σώματος φαίνεται να σκέφτεται σοβαρά την αποχή.
Το ΚΚΕ επιδιώκει, με ισχυρές πιθανότητες, να διατηρήσει την τρίτη θέση, την οποία κατέχει αδιαλείπτως σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1996 και έπειτα, και για περισσότερο από ένα χρόνο την είχε απολέσει δημοσκοπικά. Ο minimum στόχος για τον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και αν δεν καταλάβει την τρίτη θέση, είναι να καταγράψει ποσοστά ίδιας τάξης μεγέθους με αυτά του ΚΚΕ. Για τον ΛΑΟΣ κάθε αποτέλεσμα που θα υπερβαίνει την επίδοση των ευρωεκλογών του 2004 (4,1%) μπορεί να θεωρηθεί επιτυχές.
Τα μικρότερα κόμματα, διαχρονικά, πριμοδοτούνται στην ευρωπαϊκή κάλπη. Νέοι σχηματισμοί και κόμματα που παραδοσιακά συμμετέχουν στις εκλογές εκτιμάται ότι θα αθροίσουν γύρω στο 5%.

Οι πίνακες του άρθρου:

** K. Reif – H. Schmitt (1980), “Nine second order elections models”, European Journal of Political Research, vol. 8, no 3, σελ. 3-44. Χρήσιμο οδηγό για τις ευρωεκλογές στη χώρα μας αποτελεί η διδακτορική διατριβή της Ευτυχίας Τεπέρογλου (2008), Ευρωεκλογές στην Ελλάδα, τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Πανεπιστήμιο Αθηνών.

*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΥΚΟΥΡΑΚΗΣ είναι Εκλογικός Αναλυτής της Public Issue