Βαρόμετρο Οκτωβρίου 2007 – Ανάλυση

Ανάλυση του
ΓΙΑΝΝΗ ΜΑΥΡΗ

Α. Η μεταρρύθμιση στα πανεπιστήμια αντιμέτωπη με την κοινωνική απαισιοδοξία

 

Στην εκκίνηση της νέας κυβερνητικής θητείας της ΝΔ, που συμπίπτει με την έναρξη του νέου ακαδημαϊκού έτους, το κοινωνικό κλίμα στο χώρο της εκπαίδευσης, φαίνεται να κυριαρχείται από έντονη απαισιοδοξία. Σύμφωνα με το Βαρόμετρο Οκτωβρίου της Public Issue για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και τον ΣΚΑΪ, μόνον το 1/3 των ερωτώμενων (34%) εκφράζει αισιοδοξία, ως προς τη δυναμική και τη συνέχεια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αντιθέτως, σχεδόν ο 1 στους 2 ερωτώμενους (47%) εκφράζει δυσπιστία και αμφιβολία για τη δυνατότητα της Κυβέρνησης να διασφαλίσει απρόσκοπτα τη συνέχισή της (διάγραμμα 1).

Ο σχετικός δείκτης του Βαρόμετρου είχε μετρηθεί και κατά τη διάρκεια των φετινών εκπαιδευτικών κινητοποίησεων (Ιανουάριος-Μάρτιος 2007). Στη μέτρηση του περασμένου Μαρτίου η απαισιοδοξία ως προς τη δυνατότητα επικράτησης των κυβερνητικών αλλαγών («μάλλον δεν μπορούν να προχωρήσουν») συγκέντρωνε ποσοστό 41% (διάγραμμα 1). Το αρνητικό κλίμα που επικρατούσε, τότε, στους χώρους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί εύκολα να αποδοθεί στο συγκρουσιακό χαρακτήρα που προσέλαβε η κυβερνητική πολιτική στα πανεπιστήμια και στην οξύτατη κοινωνική κινητοποίηση που αυτή προκάλεσε. Σήμερα, όμως, το γεγονός ότι το ποσοστό της κυριαρχούσας απαισιοδοξίας, παρά τη σχετική μετεκλογική ευφορία που πιθανότατα θα εξανεμισθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι υψηλότερο, σε σύγκριση με το αντίστοιχο του Μαρτίου, καθίσταται περισσότερο εντυπωσιακό και, βεβαίως, προκαλεί στους επιτελείς του κυβερνώντος κόμματος μεγαλύτερη ανησυχία.

Μπορεί το ασφαλιστικό να τείνει να αναγορευθεί στην αιχμή των μεταρρυθμίσεων, που σκοπεύει να προωθήσει η κυβέρνηση στη δεύτερη τετραετία της, ωστόσο, η συνέχιση της μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση κρίνει και αυτή σε μεγάλο βαθμό την την αξιοπιστία της. Και, όχι μόνον. Το εκλογικό αποτέλεσμα της 16ης Σεπτεμβρίου αποκάλυψε, ότι η έκβαση των κοινωνικών συγκρούσεων περί την εκπαίδευση έχει προκαλέσει ένα βαθύτατο ρήγμα στην εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας και την έχει αποξενώσει από ένα σοβαρό τμήμα των νεώτερων ηλικιακών ομάδων του πληθυσμού. Αυτή η εξέλιξη, εκτός από την προφανή μακροπρόθεσμη επίπτωση στην εκλογική της δυναμική έχει και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις. Όπως προκύπτει από τα δεδομένα του Βαρόμετρου, η συνέχιση της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης προσκρούει στην ιδιαίτερα χαμηλή κοινωνική νομιμοποίηση που φαίνεται να διαθέτει σήμερα. Μάλιστα, τόσο μεταξύ των νέων 18-24 ετών, όσο και μεταξύ των περισσότερο μορφωμένων στρωμάτων του πληθυσμού (απόφοιτοι Γ’ βάθμιας), η δυσπιστία αποτελεί την κυρίαρχη αντίληψη, σε ποσοστά που προσεγγίζουν το 64% και το 59%, αντίστοιχα.

Β. Το εκλογικό σύστημα και οι προοπτικές της Διακυβέρνησης

Στο μετεκλογικό τοπίο, η αβεβαιότητα για το μέλλον του κομματικού μας συστήματος έχει ενισχυθεί για δύο λόγους: 1) Το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα, πιστοποίησε τη σημαντική αποδυνάμωση της κοινωνικής επιρροής των δύο κομμάτων διακυβέρνησης. 2) Από την επομένη των εκλογών, η αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή ο ένας εκ των δύο πόλων του δικομματισμού, έχει εισέλθει σε παρατεταμένη κρίση. Ταυτοχρόνως, η ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που προέκυψε, ασυνήθιστη για τα μεταπολιτευτικά κοινοβουλευτικά δεδομένα, έθεσε στην ημερήσια διάταξη και το ζήτημα της αναθεώρησης του εκλογικού νόμου. Ωστόσο, η πρόθεση της κυβέρνησης να αναθεωρήσει τον εκλογικό νόμο, με στόχο την αποκατάσταση της χαμένης ισχύος του πρώτου κόμματος, φαίνεται να προσκρούει σε μια νέα ιδεολογική πλειοψηφία που τείνει να δημιουργηθεί, με έντονα πολυκομματικές «διαθέσεις» (διαγράμματα 2 & 3).
Η πλειοψηφική μερίδα της κοινής γνώμης, τάσσεται υπέρ μιας αντιπροσωπευτικότερης και αναλογικότερης λειτουργίας του εκλογικού νόμου. Συγκεκριμένα, με βάση το Βαρόμετρο: 1) Το 55% των πολιτών υποστηρίζει ότι χρειαζόμαστε ένα εκλογικό σύστημα που κυρίως θα πρέπει «να ενισχύει τα μικρότερα κόμματα» και όχι τόσο «να εξασφαλίζει σταθερές κυβερνήσεις» (διάγραμμα 2). Με αυτήν την τελευταία άποψη συντάσσεται μόνον το 35%, δηλαδή λίγο παραπάνω από το 1/3 του εκλογικού σώματος, ενώ είναι ακόμη εντυπωσιακότερο και πρωτοφανές το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ τείνουν να «απαρνούνται» πλέον τον κυβερνητισμό και να τάσσονται επίσης πλειψηφικά υπέρ της αντιπροσωπευτικότερης λειτουργίας του εκλογικού συστήματος (διάγραμμα 5). Ακόμη και στο εσωτερικό του κυβερνώντος κόμματος, η προτίμηση στην κυβερνητική σταθερότητα, συγκεντρώνει ποσοστό που δεν υπερβαίνει τα 2/3 (65%). 2) Σχεδόν οι 4 στους 10 (37%) θεωρούν τα «5» κόμματα, ως τον ιδανικό αριθμό κομμάτων, που πρέπει να υπάρχουν σήμερα στη Βουλή, ενώ, ταυτοχρόνως, σχεδόν ο 1 στους 5 πολίτες (21%) τάσσεται ανοικτά υπέρ ενός αμιγώς πολυκομματικού συστήματος, με έξι, ή και περισσότερα κόμματα (διάγραμμα 3). 3) Όπως είναι φυσικό, οι πολυκομματικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος ανταντανακλώνται και στις κοινωνικές στάσεις, απέναντι στη μορφή της μελλοντικής διακυβέρνησης. Σήμερα, οι (πολυκομματικές) κυβερνήσεις συνεργασίας συγκεντρώνουν την προτίμηση του 54%, έναντι μόνον 41%, που δείχνει να προτιμάει τις αυτοδύναμες-μονοκομματικές (διάγραμμα 4).
Δεν είναι η πρώτη φορά ο ελληνικός δικομματισμός δείχνει να κλυδωνίζεται. Στα μέσα της δεκαετίας του ’90, συνέβη το ίδιο και η Βουλή του 1996 υπήρξε επίσης 5κομματική. Όμως, με απαρχή τη διαδοχή ηγεσίας στα δύο μεγάλα κόμματα (Σημίτης, 1996 και Καραμανλής 1997), ξεκίνησε μια διαδικασία επανασταθεροποίησης της κοινωνικής του επιρροής και απορρόφησης των κραδασμών, που είχε επιφέρει η δημιουργία του ΔΗΚΚΙ και της ΠΟΛΑΝ στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ αντίστοιχα. Αυτή η πρόσφατη ελληνική ιστορική εμπειρία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη. Δείχνει ότι οι τάσεις αποδόμησης/μετασχηματισμού των κομματικών συστημάτων δεν κρίνονται συγκυριακά (εκτός ίσως από συγκυρίες σημαντικών εθνικών κρίσεων), αλλά μακροπρόθεσμα. Επομένως, ποιά τάση θα κυριαρχήσει, δεν είμαστε σήμερα σε θέση να γνωρίζουμε.

Τα διαγράμματα του άρθρου:

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (14/10/2007) με τίτλο: “Απαισιοδοξία για τη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ”

Το σχετικό Βαρόμετρο