ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Πολιτικές αξίες & ιδεολογίες σήμερα στην Ελλάδα-4

ΑΝΑΛΥΣΗ

του Γιάννη Μαυρή

Α. Η σημερινή απήχηση του Κομμουνισμού

Στην επέτειο των εκατό χρόνων από την Οκτωβριανή επανάσταση, η λέξη «Κομμουνισμός» είναι φορτισμένη αρνητικά, για το 77% των πολιτών στην Ελλάδα (σχεδόν 8 στους 10). Στη συνολική κατάταξη της κοινωνικής αποδοχής των πολιτικών αξιών και ιδεολογιών, όπως διαμορφώνεται σήμερα, το συγκεκριμένο ιστορικό, ιδεολογικό-πολιτικό ρεύμα καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις.[1] Παραμένει ωστόσο υπαρκτό: σχεδόν 1 στους 6 ενήλικες πολίτες (16%) δηλώνει θετική εντύπωση στο άκουσμα της λέξης «Κομμουνισμός» (Διάγραμμα 1). Το ποσοστό θετικών κρίσεων για τον «Κομμουνισμό», αποτυπώνει την ευρύτερη κοινωνική απήχησή του, που είναι προφανώς αρκετά ευρύτερη από την καταγεγραμμένη εκλογική επιρροή του ΚΚΕ (5,55% στις τελευταίες εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015). Ένα σημαντικό τμήμα της αποδοχής του συγκεκριμένου ιδεολογικού ρεύματος αφορά (μετά το 2012) και την εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ.

Διόλου τυχαία, η κοινωνική αποδοχή του «Κομμουνισμού» δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί ουσιαστικά σε βάθος χρόνο. Το σημερινό ποσοστό της ιδεολογικής του απήχησης (16%) συμπίπτει επακριβώς, με εκείνο που είχε καταγραφεί, σε αντίστοιχη έρευνα κοινής γνώμης, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, δηλαδή και πριν από 2 δεκαετίες.[2] Χωρίς  να παραγνωρίζει κανείς τις διακυμάνσεις, που έχουν υπάρξει σε ένα τόσο ευρύ χρονικό διάστημα -και μια σημαντική ένδειξη για αυτό αποτελεί η εκλογική επιρροή του ΚΚΕ, το βασικό συμπέρασμα δεν αναιρείται: Η ιδεολογική απήχηση του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα παραμένει περιορισμένη και διαχρονικά καθηλωμένη. Οι ιστορικοί λόγοι για αυτό, αναλύονται στα επόμενα.

Α.1. Η κοινωνιολογία του κομμουνιστικού ρεύματος

Για να αποσαφηνισθεί η κοινωνιολογία του κομμουνιστικού ρεύματος είναι χρήσιμο να διερευνηθεί τόσο η διείσδυση (penetration) της επιρροής του, δηλαδή το ποσοστό (%) θετικών κρίσεων που καταγράφεται σε κάθε επιμέρους κοινωνική κατηγορία (Διαγράμματα 1 & 2), όσο και η κοινωνική σύνθεση (composition) αυτής της επιρροής, κατά κατηγορία δημογραφικής μεταβλητής, πχ. σε  ποιο ποσοστό (%), αυτή καθεαυτή η επιρροή, συντίθεται από άνδρες και σε ποιο από γυναίκες (Διαγράμματα 3 & 4).

Ηλικιακά, η μεγαλύτερη θετική αποδοχή (24%) παρατηρείται στην ηλικιακή κατηγορία 55-64 ετών. Είναι η γενιά που κοινωνικοποιείται πολιτικά στην περίοδο 1971-1980, δηλαδή στην εποχή της δικτατορίας και της πρώιμης μεταπολίτευσης. Η επιρροή του ρεύματος στις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες είναι αισθητά χαμηλότερη, 14%-15%, στις ηλικίες 35-54 ετών και 13% στους νέους κάτω των 35 ετών, αλλά και στους ηλικιωμένους άνω των 65, λόγω της σταδιακής έκλειψης της γενιάς της κατοχής και του εμφυλίου (Διάγραμμα 1). 

Με βάση τη μόρφωση, η μεγαλύτερη επιρροή εμφανίζεται μεταξύ των αποφοίτων της ανώτερης εκπαίδευσης (20%, έναντι μόλις 12% μεταξύ των αποφοίτων της κατώτερης). Μάλιστα, από τη σύνθεση της επιρροής, κατά κατηγορία εκπαίδευσης, προκύπτει ότι οι απόφοιτοι ανώτερης (Γ΄βάθμιας) εκπαίδευσης αποτελούν το 54% όσων εκφέρουν θετική γνώμη για τον «Κομμουνισμό» (Διάγραμμα 3). Το γεγονός αυτό συμβαδίζει με  τη μεταπολιτευτική κυριαρχία των νεολαιίστικων οργανώσεων της κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΝΕ, Ρήγας Φεραίος, ΠΠΣΠ, ΑΑΣΠΕ) στο φοιτητικό κίνημα της περιόδου. Η υποχώρηση της αριστερής επιρροής στα πανεπιστήμια, από τη δεκαετία του ’80 και ύστερα, αντανακλάται ευθέως και στην μείωση της απήχησης του κομμουνιστικού ρεύματος, στις νεότερες ηλικιακές ομάδες (Διάγραμμα 1).

Το συμπέρασμα που προκύπτει σχετικά με την κοινωνική μορφολογία της κομμουνιστικής επιρροής, από την κατανομή του επιπέδου εκπαίδευσης, επιβεβαιώνεται και  με βάση, όχι μόνο την απασχόληση, αλλά και την αυτοτοποθέτηση σε κοινωνική τάξη, καθώς και την εκτίμηση του προσωπικού εισοδήματος (Διάγραμμα 2).  Η ανάλυση αυτών των δημογραφικών μεταβλητών υποδηλώνει, ότι η σημερινή ιδεολογική απήχηση του κομμουνιστικού ρεύματος εντοπίζεται μάλλον περισσότερο σε νέα μισθωτά ή παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, παρά σε κατεξοχήν εργατικά στρώματα (23% στους μισθωτούς του ΔΤ, 14% στους μισθωτούς του ΙΤ, 15% στους αυτοαπασχολούμενους, 16% στους ανέργους και 17% στους συνταξιούχους (Διάγραμμα 1). Μάλιστα, είναι ενδεικτικό, ότι το 45% όσων εκφράζουν θετική κρίση για τον «Κομμουνισμό» (δηλαδή σχεδόν 1 στους 2) αυτοτοποθετούνται στη «μεσαία» κοινωνική τάξη, ενώ το 35% εξ αυτών δηλώνει ότι «δεν αντιμετωπίζει δυσκολία με το εισόδημα που διαθέτει» (Διάγραμμα 4).

Τέλος, από την ανάλυση της κοινωνικής σύνθεσης αυτής της απήχησης, προκύπτει ότι το ακροατήριο του κομμουνιστικού ρεύματος είναι κατά βάση ηλικιωμένο και οικονομικά μη-ενεργό. Συγκεκριμένα, το 61% όσων εκφράζουν θετική γνώμη για την αξία του «Κομμουνισμού» είναι σήμερα άνω των 55 ετών και μόλις 17% κάτω των 34 ετών. Επιπρόσθετα, αποτελείται κατά 50% από μη-ενεργό πληθυσμό και κατά 43% αφορά συνταξιούχους (4 στους 10).  (Διάγραμμα 3).

Α.2. Η ιστορική κοινωνική περιχαράκωση του κομμουνιστικού ρεύματος

Η απαρχή του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος ανάγεται στο Μεσοπόλεμο. Η ενίσχυσή του θα βρει γόνιμο έδαφος στη ριζική ταξική αναδιάρθρωση, που προκαλείται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό με την έλευση των προσφυγικών μαζών και τη συγκρότηση της εργατικής τάξης, στις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν την Μικρασιατική καταστροφή.[3] Ταυτόχρονα με την ανάδυση του ελληνικού κομμουνισμού και ως αντίδραση σε αυτή, θα κάνει την εμφάνισή του και ο ελληνικός αντικομμουνισμός που θα κλιμακωθεί στη βενιζελική περίοδο (Ιδιώνυμο) και κυρίως στην περίοδο του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου.[4] Κυρίως, όμως, η ραγδαία ανάδυση του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα θα συντελεστεί στη δεκαετία του ’40. Το διαλυμένο από τη μεταξική δικτατορία ΚΚΕ, θα αναδειχθεί, κατά τη διάρκεια της κατοχής, σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη της χώρας, αριθμώντας στο τέλος της 450.000 μέλη, σε ένα πληθυσμό 7.000.000. Το ΚΚΕ θα πρωτοστατήσει στην επαναστατική διαδικασία που γέννησε ο Β’ΠΠ στις κατεχόμενες χώρες· διαδικασία, η οποία στην Ελλάδα μορφοποιήθηκε στο πρωτοφανές ΕΑΜικό κίνημα πολύμορφης και μαζικής αντίστασης, τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά τη διάρκεια της κατοχής, η κυριαρχία του ΚΚΕ δεν επέτρεψε την ανάπτυξη άλλων σημαντικών ιδεολογικών τάσεων και ρευμάτων, μέσα στην αριστερά (σοσιαλιστικών, τροτσκιστικών, κλπ.). Από την άλλη πλευρά, η πρωτοφανής κοινωνική απήχηση του κομμουνισμού, οδήγησε σε μια κάθετη πόλωση, με τη συγκρότηση και επιβολή του «αντικομμουνισμού», ως αντίπαλης ιδεολογικής μορφής, που τελικά θα κυριαρχήσει.[5]

Ο μετεμφυλιακός αντικομμουνισμός

Αφενός, η ψυχροπολεμική διαίρεση του μεταπολεμικού κόσμου (η Ελλάδα υπήρξε εξ αρχής επίκεντρο) και αφετέρου ο αποκλεισμός των δυνάμεων της αντίστασης από το μεταπολεμικό κράτος, μετά τη συντριβή τους στον εμφύλιο πόλεμο, θα έχει μακροχρόνιες συνέπειες στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και θα καθορίσει τον συσχετισμό των ιδεολογικών ρευμάτων, μέχρι τη μεταπολίτευση. O κίνδυνος απώλειας της εξουσίας και ο εμφύλιος πόλεμος θα έχουν καθοριστική επίδραση, τόσο στη μορφή του κράτους («Κράτος των Εθνικοφρόνων»), όσο και στη διαμόρφωση της «αστικής ιδεολογικής παράδοσης».[6] Θα εγγράψουν σταθερά στην ιδεολογία του αστικού συνασπισμού τον «εσωστρεφή και κατασταλτικό εθνικισμό-αντικομμουνισμό» (Tσουκαλάς), ως το βασικό ιδεολογικό της στοιχείο, που ενσωματώνει και ανασυνθέτει τις προϋπάρχουσες, προπολεμικές μορφές του αντικομμουνισμού: «Xαλκεύτηκε, έτσι, ένας νέος εθνικισμός, φανατικός και αυτάρεσκος, που έμοιαζε πολύ με τον προηγούμενο, του 19ου αιώνα. Aντίθετα από εκείνον, ωστόσο, ο νέος εθνικισμός δεν εντασσόταν σε ένα γενικό και σφαιρικό αλυτρωτικό πρόγραμμα, αλλά ήταν αμυντικός, οπισθοδρομικός και εσωστρεφής. Mοιραία, αναβίωσε αδιάκριτα και ολόκληρο το αντιδραστικό οπλοστάσιο των ένδοξων εθνικιστικών θεμάτων. Tα αξιώματα της δικτατορίας του Mεταξά πρόσφεραν ένα σύνολο καλοδοκιμασμένων συνθημάτων: οι όροι έθνος, στρατός, οικογένεια, θρησκεία, ελληνικότητα και παράδοση, γλώσσα και αγνότητα αποκαταστάθηκαν και αξιοποιήθηκαν» (Tσουκαλάς 1986, 36). Μετά τον εμφύλιο, ο αντικομμουνισμός θα αποτελέσει επίσημη κρατική ιδεολογία, ενώ ο Στρατός αναλαμβάνει σημαντικά καθήκοντα ιδεολογικού μηχανισμού στην αναπαραγωγή του.

O νέος εσωστρεφής, αντικομμουνιστικός εθνικισμός θα συναρθρωθεί ακόμα με τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». Oι κυρίαρχες τάξεις, μετά την ιδεολογική κοσμογονία που επέφερε το EAM, αναζήτησαν καταφύγιο στο μόνο υπαρκτό –μετακατοχικά– «οπλοστάσιο» του θρησκευτικού ιδεαλισμού, ως αντίδοτο στον «κομμουνισμό» και τον «υλισμό». Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την ανάδυση ενός πολιτικοποιημένου χριστιανικού ρεύματος, στρατευμένου ενεργά –ιδιαίτερα την περίοδο του εμφυλίου– στον αντικομμουνιστικό αγώνα, με φορείς τις μαζικές παραεκκλησιαστικές οργανώσεις («Zωή», «Σωτήρ» κ.λπ.) και κοινωνικο-πολιτικό «πρόγραμμα» τον «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό». H ταξική και κοινωνική πόλωση της δεκαετίας 1940-1950, ενισχύει στο εσωτερικό της χριστιανικής ιδεολογίας αυτό το πολιτικοποιημένο ρεύμα, που αντλεί ως προς τη “μάχιμη” κοινωνική του θέση περισσότερο από τον δυτικό προτεσταντισμό, παρά την ελληνορθόδοξη παράδοση.[7] H «παρέκκλιση» αυτή συνέβη αναπόφευκτα, καθότι έπρεπε αναγκαστικά να αποκτήσει περιεχόμενο οργανωμένης κοινωνικής δράσης, να ανταποκριθεί σε άμεσα κοινωνικά καθήκοντα, την απόκρουση του «κομμουνιστικού κινδύνου».[8]

H μορφή της κυρίαρχης μετεμφυλιακής αντικομμουνιστικής ιδεολογικής παράδοσης, ανίκανη να προσφέρει ένα θετικό («επιτευγματικό») ηγεμονικό λόγο, θα βρίσκεται πάντοτε αντιμέτωπη με κάθε απόπειρα εκσυγχρονισμού. Aποτελέσματα αυτής αδυναμίας της εντοπίζονται σε μια σειρά από φαινόμενα ιδεολογικής και πολιτιστικής «παρακμής» ή «καθυστέρησης», όπως πχ. η μεταπολεμική υπανάπτυξη των κοινωνικών επιστημών· ακόμη, στην ανεπάρκεια των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, ιδιαίτερα των εκπαιδευτικών, να ανταποκριθούν στο ρόλο της εγχάραξης της αστικής ιδεολογίας στις κυριαρχούμενες τάξεις. Μετά τον εμφύλιο, το ελληνικό σχολείο, είναι ένα σχολείο ανοικτά αναχρονιστικό και πεπαλαιωμένο.  Είναι χαρακτηριστικό, τέλος, ότι η γενιά των φιλελεύθερων διανοουμένων που είχε εισέλθει δυναμικά στην ιδεολογική σκηνή του μεσοπολέμου, μεταπολεμικά περιθωριοποιείται, για δεκαετίες, μαζί με τα φιλελεύθερα και ευρωπαϊκά «ιδεώδη».

H κατάρρευση της δικτατορίας θα επιφέρει και την κατάρρευση του μετεμφυλιακού ιδεολογικού οικοδομήματος. H κρίση της αστικής ιδεολογίας θα εμφανισθεί στη μεταπολίτευση ως κρίση μετάβασης από το μετεμφυλιακό (ελληνοχριστιανικό) εθνικισμό-αντικομμουνισμό στον τεχνοκρατικό εκσυγχρονισμό και τον ευρωπαϊσμό. O εσωστρεφής αντικομμουνισμός, όμως, ως στοιχείο της «αστικής ιδεολογικής παράδοσης», εξακολουθεί στην αρχική φάση της μεταπολίτευσης να υπάρχει, αν και με φθίνουσα βαρύτητα.[9]

«Κομμουνισμός» και «Σοσιαλισμός» στη μεταπολίτευση

Από την άλλη πλευρά, η μεταπολίτευση του 1974, θα βρεί το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα υπονομευμένο και περιθωριοποιημένο, τόσο λόγω και της ήττας που σηματοδότησε η επιβολή της δικτατορίας το 1967, όσο και της διάσπασής του, το 1968.[10] Η μετάβαση στο νέο καθεστώς της Γ’ ελληνικής Δημοκρατίας θα γίνει υπό την ασφυκτική ηγεμονία του Κ.Καραμανλή και με αποκλεισμό της Αριστεράς από την κυβέρνηση της Εθνικής Ενότητας. Το εκλογικό αποτέλεσμα του 1974, θα σφραγίσει την περιθωριοποίησή του κομμουνιστικού ρεύματος: Η Ενωμένη Αριστερά θα λάβει, μόλις 9,5%. Στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης  (1974-1977), οι δύο πτέρυγες του κομμουνιστικού κινήματος (ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτερικού) θα παραμείνουν εγκλωβισμένες στην ενδοαριστερή αντιπαράθεση και θα αφήσουν ελεύθερο  το έδαφος στο ανερχόμενο σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ, να συνδεθεί και να απορροφήσει τον μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, κυρίως τον αγροτικό και εργατικό, περιορίζοντας την απήχηση της κομμουνιστικής αριστεράς στη νεολαία, βασικά στο ανερχόμενο φοιτητικό κίνημα. Ο «Σοσιαλισμός» θα εκτοπίσει τον «Κομμουνισμό». Η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ στο εργατικό κίνημα, ιδίως στον εργοστασιακό συνδικαλισμό, θα εδραιωθεί περαιτέρω στην περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης 1981-1985. Με αφετηρία τον εκδημοκρατισμό των συνδικάτων (1982), σε όλη τη δεκαετία του ’80 (μέχρι το  1988-89), η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ στους κατεξοχήν εργατικούς κοινωνικούς χώρους, εις βάρος της κομμουνιστικής αριστεράς, παραμένει αδιαμφισβήτητη και η συνδικαλιστική επιρροή του στη νέα βιομηχανική εργατική τάξη κυμαίνεται, κατά μέσο όρο στην περίοδο 1984-1987, σε ποσοστό 62%.[11]

Ούτε όμως η οξύτατη πολιτική κρίση του τέλους της δεκαετίας του ‘80, που θα αποδυναμώσει τον ελληνικό σοσιαλισμό και το ΠΑΣΟΚ, δεν θα οδηγήσει σε ιστορική ανάκαμψη του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα. Η απαξίωση τώρα του «Σοσιαλισμού», δεν έφερε την ανάταση του «Κομμουνισμού». Οι συνέπειες από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989, την παταγώδη αποτυχία της συγκυβέρνησης με τη Δεξιά και τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού το 1991, θα αποβούν καταλυτικές για την επιρροή του. Σημαντική ένδειξη για αυτό αποτελεί η κοινωνική επιρροή του ΚΚΕ, στο επίπεδο των βουλευτικών εκλογών. Το ΚΚΕ θα υποστεί εκλογική συντριβή στις βουλευτικές του 1993 (4,54%). Σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’90, και του ’00, μέχρι το 2007, θα παραμείνει καθηλωμένη σε επίπεδα κάτω του 6%, ενώ στις δευτερεύουσας σημασίας εκλογές (Ευρωεκλογές, Νομαρχιακές) θα κυμανθεί από 7% έως 9,5%.

Α.3. Το κομμουνιστικό ρεύμα μετά την οικονομική κρίση

Το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα θα καταρρεύσει το 2012. Το Μνημόνιο θα πλήξει συνολικά το δικομματισμό, αλλά κυρίως θα καταστρέψει το ΠΑΣΟΚ. Η κρίση εκπροσώπησης που εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη θα αποτελέσει, αντικειμενικά, τεράστια ιστορική πολιτική ευκαιρία. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, με τη διαχωριστική πολιτική που ακολουθεί στον κύκλο των κοινωνικών αγώνων της περιόδου 2010-2012, το ΚΚΕ δεν θα κατορθώσει να συνδεθεί με τα κοινωνικά στρώματα, που αποδεσμεύονται ραγδαία και μαζικά από το ΠΑΣΟΚ, διαμορφώνοντας ένα νέο αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ. Το κενό θα καλυφθεί, όπως είναι γνωστό, από το υβριδικό μόρφωμα του ΣΥΡΙΖΑ. Στην πλέον σκληρή και κοινωνικά πολωμένη επαναληπτική εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012, η εκλογική απήχηση του ΚΚΕ θα υποστεί κυριολεκτικά πανωλεθρία. Μεταξύ Μαίου και Ιουνίου θα χάσει σχεδόν 260.000 ψηφοφόρους, από τους 536.000 του Μαίου -σχεδόν τη μισή εκλογική του βάση (48%)- που θα στηρίξουν τον ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα, που υπόσχεται τη σύγκρουση με το Μνημόνιο και την ανατροπή της λιτότητας. Το ΚΚΕ, η βασική κομματική έκφραση του κομμουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα, και στις δύο περιόδους πολιτικής κρίσης και αποδέσμευσης κοινωνικών δυνάμεων της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας (1974, 2012) δεν κατόρθωσε να βγει ενισχυμένο.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί και πάλι, ότι με βάση τις κομματικές προτιμήσεις, η ευρύτερη ιδεολογική απήχηση του κομμουνιστικού ρεύματος (θετικές στάσεις απέναντι στον «Κομμουνισμό») σήμερα στην Ελλάδα (16%), δεν περιλαμβάνει μόνον τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ, του οποίου η εκλογική επιρροή είναι αρκετά υποδεέστερη, αλλά σε σημαντικό βαθμό και ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (και σε μικρότερο βαθμό της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ).[12]

Η κοινωνική πόλωση που προκάλεσε το Μνημόνιο και η άνοδος της Αριστεράς,  έχουν ως αποτέλεσμα να αναβιώνει πάλι ο παροδοσιακός εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός, που χρησιμοποιείται ως ιδεολογικό αντίβαρο απέναντι στην «κομμουνιστική» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ! Ευδιάκριτες εκφάνσεις του φαινομένου, αποτυπώνονται όχι μόνο στο λόγο της Χρυσής Αυγής ή στο δεξιό και ακροδεξιό Τύπο, αλλά και στην ιστοριογραφία καθώς,  καθώς και στο χώρο των εκδόσεων, με επανεκδόσεις πεπαλαιωμένου περιεχομένου προπαγανδιστικών βιβλίων. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί το ιστορικό μυθιστόρημα Ελένη, του Νίκου Γκατζογιάννη, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1983, στα πλαίσια μιας συντονισμένης ιδεολογικής εκστρατείας, κατά της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Η ιδεολογική ανεπάρκεια της συντηρητικής παράταξης, που υποδηλώνει αυτή η οπισθοδρομική ιδεολογική παλινδρόμηση, δεν σημαίνει βέβαια ότι τα πολιτικά της αποτελέσματα  είναι αμελητέα.

Β. Η σημερινή απήχηση του Αναρχισμού

Με βάση την έρευνα της Public Issue για τις Πολιτικές αξίες & ιδεολογίες σήμερα στην Ελλάδα, η κοινωνική αποδοχή του «Αναρχισμού», ως ιδεολογικού-πολιτικού ρεύματος, καταγράφεται σε ποσοστό 6% του γενικού πληθυσμού 17 ετών και άνω (Διάγραμμα 1).[13] Μπορεί η κοινωνική απήχησή του να είναι συνολικά μειοψηφική και να καταλαμβάνει την προτελευταία θέση, στην κατάταξη 14 πολιτικών αξιών και ιδεολογιών, υπερβαίνει ωστόσο το 10%, σε ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες, όπως οι άνεργοι και οι μισθωτοί ΔΤ (11%), καθώς και η ηλικιακή ομάδα 35-44 ετών (12%). Επομένως, ο εν Ελλάδι «Αναρχισμός», αποτελεί μεν μια διαμορφωμένη και εδραιωμένη πολιτική πραγματικότητα, είναι όμως ταυτόχρονα κοινωνικά απομονωμένος και βαθιά περιχαρακωμένος, στο μέτρο που 90% των ερωτώμενων (9 στους 10) εκφράζει αρνητικές κρίσεις για το συγκεκριμένο ιδεολογικό ρεύμα.

Η μαζικοποίηση του αναρχικού ρεύματος τις τελευταίες δύο δεκαετίες δείχνει να έχει τροποποιήσει σημαντικά και το συσχετισμό ιδεολογικής «ισχύος», απέναντι στο κομμουνιστικό ρεύμα, με το οποίο ιστορικά ο μεταπολιτευτικός αναρχισμός βρέθηκε σε αντιπαλότητα. Μιλώντας, σχηματικά, ο λόγος κοινωνικής αποδοχής των δύο ρευμάτων (16% αποδοχή του «Κομμουνισμού» / 6% αποδοχή του «Αναρχισμού» διαμορφώνεται, σήμερα, σε 2.7: 1. Το στοιχείο αυτό αποτελεί μια νέα παράμετρο στο πεδίο των εγχώριων ιδεολογικών ανταγωνισμών. Δεδομένου ότι δεν διατίθενται παλαιότερα συγκρίσιμα δεδομένα, είναι δύσκολη η περιοδολόγηση της απήχησης του συγκεκριμένου ρεύματος.  Είναι, ωστόσο, εύκολο να τεκμηριωθεί, ότι η ενίσχυσή του, έπεται χρονικά της κρίσης των παραδοσιακών ιδεολογιών που κυριάρχησαν στην ελληνική Αριστερά της μεταπολιτευτικής περιόδου (κατά χρονική σειρά, κομμουνισμός, σοσιαλισμός).[14]

Β.1. Η κοινωνιολογία του αναρχικού ρεύματος

1.Η κοινωνική μορφολογία του «Αναρχισμού» σήμερα στην Ελλάδα εμφανίζει σαφέστατες διαφοροποιήσεις από την κοινωνική απήχηση του «Κομμουνισμού». Διόλου τυχαία, η μεγαλύτερη απήχηση του αναρχικού ρεύματος δεν καταγράφεται στη νεολαία (17-24 ετών), αλλά στην ηλικιακή κατηγορία 35-44 ετών, 12%, σχεδόν ισοδύναμη με την απήχηση που καταγράφει στην ίδια κατηγορία και το κομμουνιστικό ρεύμα (14%, Διάγραμμα 1). Πρόκειται για τη επόμενη γενιά από εκείνη της μεταπολίτευσης, που κοινωνικοποιείται πολιτικά στη δεκαετία του ’90 (1990-2000) και ως κυβερνητική εξουσία γνωρίζει κατά βάση το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ. Είναι γνωστό, ότι η δεκαετία του ‘90 αποτελεί πολιτική περίοδο, με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της πρώιμης μεταπολίτευσης. Σε αυτήν, θα συντελεστεί η συντηρητική ιδεολογική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ και θα ολοκληρωθεί ο εκφυλισμός του και η απορρόφησή του από το Κράτος (κόμμα-καρτέλ). Η ηθική απαξίωση του κόμματος, που εκπροσώπησε επί δεκαετίες τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες του ’70 και του ’80 (και του ’60), δεν θα αποδυναμώσει μόνο την αξία του «Σοσιαλισμού» που υποχώρησε, αλλά θα συμπαρασύρει –αναπόφευκτα- και την κομμουνιστική αριστερά, στο βαθμό που το 1981 υπήρξε «για πρώτη φορά» μετεμφυλιακά, η κυβερνητική δικαίωση των οραμάτων της («Αλλαγή»). Επιπλέον, η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ θα επιταχύνει την απαξίωση της κομμουνιστικής ιδέας.

2. Αν εξαιρέσει κανείς το ηλικιωμένο τμήμα του κοινωνικού σώματος (πολίτες 65 ετών και άνω), όπου η απήχηση του αναρχικού ρεύματος είναι μηδαμινή (1%), θα μπορούσε να προκαλέσει εντύπωση το γεγονός ότι η μικρότερη αποδοχή του παρουσιάζεται σήμερα στη νεολαία (μόλις 6% στην νεότερη ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών).  Η εικόνα αυτή αποδεικνύει τη διαφοροποίηση που έχει επισυμβεί, σε σύγκριση με τις προηγούμενες δεκαετίες, δεδομένου ότι ιστορικά ο αναρχικός χώρος «από τις αρχές του και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '80 ήταν κυρίως νεολαιίστικος».[15] Αντιθέτως, η ηλικιακή μεταβολή στη σύνθεση του κοινού που διάκειται ευνοϊκά στον αναρχισμό οφείλεται στην τάση διεύρυνσης της κοινωνικής του επιρροής και τη μετατόπιση της κοινωνικής του όσμωσης προς τις μεσαίες ηλικιακές κατηγορίες. Σταδιακά, θα συντελεσθεί «[…] η αλλαγή ως προς τη σύνθεση των υποκειμενικο-τήτων που συγκροτούν τις αναρχικές ομάδες, αφού αν τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 είναι κυρίως φοιτητές και νέοι των μικροαστικών και μεσοαστικών στρωμάτων αυτοί και αυτές που συμμετέχουν στον αναρχικό χώρο, από τη δεκαετία του ’90 και πέρα αρχίζουν να εντάσσονται σε αυτόν όλες οι φιγούρες του προλεταριακού και μη  υποκειμενισμού, ενώ αυξάνει και το όριο συμμετοχής των συμμετεχόντων.»[16] Ανεξάρτητα από την ηλικιακή μετατόπιση που παρατηρείται, σε σύγκριση με την κομμου-νιστική απήχηση, το αναρχικό ρεύμα εξακολουθεί να διαθέτει επιρροή, σαφώς νεώτερη ηλικιακά. Με βάση την ηλικία προκύπτει, ότι το 32% όσων εκφράζονται θετικά για τον «Αναρχισμό» είναι ηλικίας κάτω των 44 ετών, ενώ  το αντίστοιχο ποσοστό για τον «Κομμουνισ-μό» είναι μόλις 17%. Αντιθέτως, οι άνω των 65 ετών αποτελούν μόλις το 3% στην απήχηση του «Αναρχισμού», αλλά το 27% στην απήχηση του «Κομμουνισμού» (Διάγραμμα 3).

3. Η κατανομή του επιπέδου εκπαίδευσης, δείχνει ότι η αποδοχή του «Αναρχισμού» είναι –συγκριτικά με εκείνη του «Κομμουνισμού»– περισσότερο επικεντρωμένη στους αποφοίτους της ανώτερης εκπαίδευσης (9%, έναντι 4% στη μέση και μόλις 1% στην κατώτερη, Διάγραμμα 1). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, τα περισσότερο μορφωμένα άτομα, να αποτελούν μεγαλύτερο μέρος της αναρχικής απήχησης, 65%, έναντι 54% της κομμουνιστικής (Διάγραμμα 3). Επομένως, η απήχηση του αναρχικού ρεύματος μεταξύ των αποφοίτων της Γ’βάθμιας εκπαίδευσης είναι διευρυμένη, αλλά όχι και μεταξύ των σημερινών φοιτητών.[17]

4. Η περιορισμένη κοινωνική απήχηση του αναρχικού ρεύματος στους μισθωτούς του Ιδιωτικού Τομέα (7%) σηματοδοτεί τη μικρή παρουσία του ρεύματος σε εργατικούς χώρους, με ορισμένες εξαιρέσεις.[18] Το γεγονός αυτό μπορεί να αποδοθεί τόσο σε ιδεολογικούς όσο και σε πολιτικούς λόγους. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι παρεμβάσεις του έχουν προσανατολιστεί  περισσότερο σε τοπικό-χωρικό επίπεδο (πρωτοβουλίες σε πόλεις και γειτονιές).  Ακόμη, στις διάφορες τάσης της αναρχικής θεωρητικής παράδοσης, αλλά και στις περισσότερες σύγχρονες εκδοχές των κριτικών θεωριών (Kesheyan 2017) η σημασία της εργατικής τάξης δεν κατέχει την κεντρική θέση, που καταλαμβάνει στην μαρξιστική και κομμουνιστική θεωρητική παράδοση.[19] Αντιθέτως, η συστηματική προτεραιότητα που αποδίδει το αναρχικό ρεύμα στα ζητήματα του ρατσισμού, του νεοναζισμού και των δικαιωμάτων των μεταναστών οδηγεί  σε ενός είδους «μονοθεματική ενασχόληση» με αυτά.    

Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απήχηση του Αναρχισμού φαίνεται να εμφανίζει σχετικά εντονότερα ταξικά χαρακτηριστικά από την αντίστοιχη απήχηση του Κομμουνισμού. Έτσι, με βάση τη θέση στην απασχόληση, προκύπτει ότι οι οικονομικά ενεργοί αποτελούν το 52% της αναρχικής απήχησης, ενώ αντίστροφα, οι οικονομικά μη-ενεργοί το 50% της κομμουνιστικής. Ενώ η κομμουνιστική απήχηση επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στους συνταξιούχους (43%, 4 στους 10), η αναρχική, επικεντρώνεται στους ανέργους (αποτελούν το 22%) και στους μισθωτούς (34%, Διάγραμμα 3).

Η αυτοτοποθέτηση σε κοινωνική τάξη και το εισόδημα δεν καταγράφουν κάποια σημαντική κοινωνική διαφοροποίηση στην κοινωνική αποδοχή των δύο ιδεολογικών ρευμάτων (Διάγραμμα 4). Αυτές οι ενδείξεις υποδηλώνουν ότι στην Ελλάδα μάλλον και η περίπτωση του αναρχικού ρεύματος αναφέρεται περισσότερο στα μεσαία στρώματα και όχι στα κατεξοχήν εργατικά.[20]

Β.2. Η άνοδος του αναρχικού ρεύματος

Η επίδραση του «Αναρχισμού» στην Ελλάδα υπήρξε ιστορικά εξαιρετικά περιορισμένη, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’90. Η παρουσία του αναρχικού κινήματος, στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 είναι μάλλον περιθωριακή.[21] Η ανάπτυξη του, από τη δεκαετία του ’90 και μετά, βρίσκει γόνιμο έδαφος στο ιδεολογικό και πολιτικό κενό που αναπτύσσεται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, με την ιδεολογική-πολιτική κρίση και εκλογική αποδυνάμωση των πολιτικών κομμάτων της παραδοσιακής αριστεράς, διαδικασία που εγγράφεται τότε και συνεχίζεται στη μνημονιακή περίοδο.

Στη δεκαετία του ’90, η κοινωνική παρουσία και χωρική εδραίωση του αναρχικού ρεύματος κυρίως στις πόλεις ενισχύεται: «καθώς εμφανίζεται το κίνημα των καταλήψεων στέγης-κοινωνικών κέντρων και η δημιουργία στεκιών δεν περιορίζεται  μόνο στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη ή την Πάτρα, αλλά συμβαίνει και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, ενώ πληθαίνουν και μαζικοποιούνται οι οργανωμένες συλλογικότητες του αναρχικού χώρου πανελλαδικά».[22] Σημείο τομής για το ρεύμα του «Αναρχισμού» στην Ελλάδα θεωρείται η σχέση που ανέπτυξε με το διεθνές κίνημα εναντίον της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, το οποίο πρωτοεμφανίζεται με τα γεγονότα στο Σηάτλ τον Νοέμβριο του 1999 και κορυφώθηκε στην Τζένοβα το 2001.[23] Επόμενος σταθμός θεωρείται η παρουσία στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 2003, όπου το αναρχικό ρεύμα καταγράφει την αυτόνομη και διακριτή του παρουσία. Το γεγονός αυτό προανήγγειλε ουσιαστικά την καταλυτική δράση του αναρχικού χώρου στα γεγονότα του 2008. Από το 2008 και με σημείο καμπής, την κοινωνική εξέγερση του Δεκεμβρίου, η ενίσχυσή του συγκεκριμένου ιδεολογικού ρεύματος κλιμακώνεται. Θα παραμείνει δε έντονη και στο νέο κύκλο της κοινωνικής κινητοποίησης, που εκτυλίχθηκε μετά το 2010, κατά του προγράμματος της λιτότητας.

Επίλογος

Στην ιστορική καθήλωση του κομμουνιστικού ρεύματος και στην φθορά του ριζοσπαστικού σοσιαλισμού που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80, έρχεται να προστεθεί σήμερα η ιδεολογική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, σε μια υβριδική, εκδοχή νεοφιλευθερισμού. Η για «δεύτερη φορά» αποτυχημένη εμπειρία του κυβερνητισμού, στο όνομα της Αριστεράς (με πρώτη και αυθεντική το 1981), έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο την κοινωνική κρίση εκπροσώπησης, που εκδηλώθηκε ανοικτά  στην περίοδο 2010-2012 και έχουν διευρύνει περαιτέρω την υφέρπουσα ιδεολογική κρίση.

[1] Για τη συνολική κατάταξη της κοινωνικής απήχησης των πολιτικών αξιών, με βάση την έρευνα της Public Issue για το 2017, βλέπε το πρώτο μέρος του αφιερώματος «Πολιτικές αξίες & ιδεολογίες σήμερα στην Ελλάδα». Διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.publicissue.gr/13588/political-values-ideology/ . Οι αντίστοιχοι 3θέσιοι δείκτες κοινωνικής αποδοχής μετρώνται για ένα επιλεγμένο σύνολο δεκατεσσάρων (14) βασικών πολιτικών αξιών και ιδεολογιών. Η διατύπωση της ερώτησης που χρησιμοποιείται είναι η ακόλουθη: «Στην καθημερινή ζωή ακούμε συχνά διάφορες λέξεις, ή φράσεις. Σ’ εσάς προσωπικά προκαλεί θετική ή αρνητική εντύπωση η λέξη…». Οι αυθόρμητες πιθανές απαντήσεις «καμία», καθώς και οι αδιευκρίνιστες απαντήσεις, ανακωδικοποιούνται στην ουδέτερη (ενδιάμεση) γνώμη.

[2] Έρευνα κοινής γνώμης, με αντικείμενο την επιρροή των πολιτικών αξιών και ιδεολογιών στην Ελλάδα πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1995, από την εταιρία PRC (μετέπειτα VPRC). Πρόκειται για την πρώτη Πανελλαδική Έρευνα Πολιτικής Συμπεριφοράς, πρόσωπο-με-πρόσωπο, με χρήση κάλπης, που υλοποιήθηκε, στο χρονικό διάστημα 2-18 Ιουνίου 1995, σε δείγμα 3.000 ατόμων. Τα αποτελέσματα της έρευνας παρουσιάστηκαν στην εφημερίδα Καθημερινή. Βλέπε σχετικά: Γιάννης Μαυρής, «Ο Ιδεολογικός Άτλας των Ελλήνων», Η Καθημερινή, 27 Αυγούστου 1995, σ.5. Προγενέστερες έρευνες, ενδέχεται να υπάρχουν, αλλά δεν έχουν δει το φως της δημοσιότητας. Στη Συγκριτική Έρευνα Πολιτικής Κουλτούρας στις Χώρες της Νότιας Ευρώπης, που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) το 1985, περιλαμβάνεται η μέτρηση, με 10βάθμιες κλίμακες συμπάθειας («θερμόμετρα»), της αποδοχής της Σοβιετικής Ένωσης, του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσωτερικού (ΕΚΚΕ 1988, 142-3).

[3] Burks 1961· Ρούσος 1967· Σολάρο 1975· Ελεφάντης 1976· Κατσούλης 1976, τόμος Α’· Κουτσούκαλης 1979· Κωστόπουλος 1983· Νούτσος 1992· Λυμπέριος 2005·

[4] Για τον πρώιμο ελληνικό αντικομμουνισμό, βλέπε ενδεικτικά: Μητσοπούλου 2014· Δάγκας 2011· Σεφεριάδης 2017, «Το ΚΚΕ κατά τη δεκαετία του ’20: κόμμα και Συγκυρία», 130-5.

[5] Για τις επιμέρους συνιστώσες του εμφυλιακού και μετεμφυλιακού αντικομμουνισμού, Μητσοπούλου 2014, δεύτερο κεφάλαιο: «Η έξαρση του αντικομμουνισμού 1943-1974», 113-97· Κατσούλης 1976, τόμος Ζ’, 11-39· Ψύλλας 1996· Tα βασικά θέματα της μετεμφυλιακής αστικής ιδεολογίας πραγματεύεται εξαντλητικά ο Kωνσταντίνος Tσουκαλάς, στο δοκίμιο: «H ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου» (Tσουκαλάς 1984|1986).

[6] Σχετικά με το πρόβλημα των μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, βλέπε Βερναρδάκης και Μαυρής [1991] 2012, όγδοο κεφάλαιο,  350-63.

[7] Γιανναράς 1979.

[8] Όπ.παρ.

[9] Ψύλλας 1996, 2008.

[10] Δημητρίου 1975· Μπριλλάκης 1983.

[11] Μαυρής 1993.

[12] Η κοινωνική πόλωση που προκάλεσε το Μνημόνιο και η άνοδος της Αριστεράς,  έχουν ως αποτέλεσμα να αναβιώνει πάλι ο παροδοσιακός εμφυλιοπολεμικός αντικομμουνισμός, απέναντι στην «κομμουνιστική» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ! Ευδιάκριτες εκφάνσεις του φαινομένου, αποτυπώνονται στο λόγο της Χρυσής Αυγής, στο δεξιό και ακροδεξιό Τύπο, στην ιστοριογραφία και στο χώρο των εκδόσεων, με επανεκδόσεις πεπαλαιωμένου περιεχομένου προπαγανδιστικών βιβλίων, όπως το ιστορικό μυθιστόρημα Ελένη, του Νίκου Γκατζογιάννη, που πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1983, στα πλαίσια μιας συντονισμένης ιδεολογικής εκστρατείας, κατά της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης από την τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

[13] Βλέπε σχετικά υποσημείωση 1.

[14] Μια συνοπτική περιοδολόγηση της ιστορικής εξέλιξης και τη χαρτογράφηση των ομαδοποιήσεων και των εκδοτικών εγχειρημάτων του αναρχικού ρεύματος στην Ελλάδα, βρίσκεται στην έκδοση: Ο Αναρχισμός στην Ελλάδα τον 21ο Αιώνα (Καλαμαράς 2017).

[15] Καλαμαράς 2017, 31.

[16] Όπ.παρ. 17.

[17] «Είναι γεγονός ότι μέχρι τα μισά της δεκαετίας του ’90 ο αναρχικός χώρος είχε μια προνομιακή σχέση με τα πανεπιστήμια, αφενός γιατί σημαντικό μέρος του αποτελούνταν από νεολαίους και φοιτητές, και αφετέρου γιατί στα αμφιθέατρα των πανεπιστημιακών σχολών γίνονταν (και συνεχίζουν να γίνονται) τόσο ποικίλες εκδηλώσεις του αναρχικού χώρου όσο (και πιο σημαντικό) και οι μεγάλες συνελεύσεις του, με τη συμμετοχή εκατοντάδων ανθρώπων […] Όμως καθώς η σύνθεση των συμμετεχόντων στον αναρχικό χώρο έχει αλλάξει και έχει υποχωρήσει σαφώς η κυριαρχία του φοιτητικού στοιχείου, σε συνδυασμό και με μια αντίληψη που ξεκινά από τη δεκαετία του ’80 και θέλει τους αναρχικούς να μη συμμετέχουν άμεσα στον φοιτητικό συνδικαλισμό, η οργανωμένη παρουσία των αναρχικών στα πανεπιστήμια σήμερα είναι μάλλον εξασθενημένη. Παρόλα αυτά, σε  πολλές πανεπιστημιακές σχολές σε όλη την Ελλάδα υπάρχουν κατειλημμένοι χώροι από φοιτητές που πρόσκεινται στον αναρχικό χώρο και λειτουργούν με τη μορφή στεκιών.[…] Η τελευταία, πάντως, σημαντική παρουσία των αναρχικών φοιτητών στις διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος, ήταν αναμφισβήτητα στους φοιτητικούς αγώνες του 2006-2007[…]» (Καλαμαράς 2017, 49-50).

[18] «Τα τελευταία χρόνια οι αναρχικοί συμμετέχουν και στηρίζουν ενεργά τα δημιουργημένα και με πρωτοβουλία τους σωματεία βάσης κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα στους κούριερ, στα εστιατόρια, μπαρ, καφέ, αλλά και στον χώρο του βιβλίου» (Καλαμαράς 2017, 32).

[19] «[…] αν στο εργατικό κίνημα, και παρά την ένταση των εργατικών αγώνων τα τελευταία χρόνια, η παρουσία των αναρχικών όντως παραμένει αναιμική […], κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στους εδαφικούς αγώνες […] (Καλαμαράς 2017, 36 και 47).

[20] Το ευρύτερο ζήτημα, που αφορά την ταξική συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού και την ιστορικά διευρυμένη αναπαραγωγή των ενδιάμεσων κοινωνικών στρωμάτων, μέσω της μαζικοποίησης της Γ’ βάθμιας εκπαίδευσης δεν μπορεί να τεθεί στα πλαίσια αυτού του άρθρου.

[21] «[…]τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι αναρχικοί δεν διαθέτουν παρά ελάχιστα στέκια, κοινωνικά κέντρα ή πολιτικές έδρες και αυτό κυρίως στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ενώ οι οργανωμένες ομάδες είναι σχετικά λίγες και ολιγάριθμες» (Καλαμαράς 2017, 17).

[22] Όπ.παρ.

[23] Σύμφωνα με τον ίδιο συγγραφέα, «η συμμετοχή αναρχικών από την Ελλάδα σε διεθνείς εκστρατείες εναντίον της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης […] εγκαινιάστηκε […] στην ευρωπορεία στο Άμστερνταμ το καλοκαίρι του 1997, […] με αφορμή την ευρωδιάσκεψη […] σχετικά με το νέο ενιαίο νόμισμα, το Ευρώ. Οι αναρχικοί από την Ελλάδα συγκρότησαν δικό τους μπλοκ, διακριτό από αυτά της άκρας αριστεράς και του ΚΚΕ, που επίσης συμμετείχαν στην ευρωπορεία, από κοινού με αναρχικές και αυτόνομες συλλογικότητες από άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης (κυρίως γερμανικές, ολλανδικές, ιταλικές, ισπανικές κλπ) (Καλαμαράς 2017, 7).

Ενδεικτική βιβλιογραφία

Βερναρδάκης, Χριστόφορος και Γιάννης Μαυρής. [1991] 2012. Κόμματα και Κοινωνικές Συμμαχίες στην Προδικτατορική Ελλάδα. Συμπληρωμένη ανατύπωση. Αθήνα: Public Issue.

Burks, Richard Voyles. 1961. The Dynamics of Communism in Eastern Europe. Ney Jersey: Princeton University Press.

Burks, Richard Voyles, ed. 1968. The Future of Communism in Europe. Detroit: Wayne State University Press.

Γεωργαλάς, Γεώργιος. 1968. Ο Κομμουνισμός. Θεωρία, Πράξις, Ιστορία και Κριτική. Αθήνα: Νέα Θέσις.

Γιανναράς, Χρήστος. 1979. Ορθοδοξία και Δύση. Η Θεολογία στην Ελλάδα Σήμερα. Αθήνα: Δωδώνη.

Δάγκας, Αλέξανδρος. 2011. Το κράτος κατά του κομμουνισμού. 2η έκδοση. Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Δημητρίου, Πάνος, επιμ. 1975 . Η Διάσπαση του ΚΚΕ. Δύο τόμοι. Αθήνα: Πολιτικά Προβλήματα.

Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ). 1988. «Πολιτική Συμπεριφορά.» Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, Ειδικό τεύχος-αφιέρωμα 69Α (Καλοκαίρι).

Ελεφάντης, Άγγελος. 1976. Η Επαγγελία της Αδύνατης Επανάστασης. ΚΚΕ και Αστισμός στον Μεσοπόλεμο. Αθήνα: Ολκός.

Ιατρίδης, Γιάννης, επιμ. 1984. Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα Έθνος σε κρίση. Αθήνα: Θεμέλιο.

Καλαμαράς, Παναγιώτης. 2017. Ο Αναρχισμός στην Ελλάδα τον 21ο Αιώνα. Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα.

Κατσούλης, Γιώργης. 1976. Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, 1918-1968. 7 τόμοι. Αθήνα: Νέα Σύνορα.

Keucheyan, Razmig. 2017. Aριστερό Ημισφαίριο, Μια Χαρτογραφία της Νέας Κριτικής Σκέψης. Αθήνα: Angelus Novus.

Kούσουλας, Δημήτριος. 1987. KKE, τα Πρώτα Τριάντα Χρόνια 1918-1949. Aθήνα: Eλληνική Eυρωεκδοτική.

Κωστόπουλος, Σωτήρης. 1983. Η Αμφιλεγόμενη Πενταετία. Η Πορεία του ΚΚΕ στα Χρόνια 1936-1941. Αθήνα: Στοχαστής.

Λυμπέριος, Θεόδωρος Μ. 2005. Το Κομμουνιστικό Κίνημα στην Ελλάδα. 2 τόμοι. Αθήνα: Παπαζήσης.

Μαυρής, Γιάννης. 1993. «Οι κοινωνικές συντεταγμένες της εκλογικής επιρροής: Οι σχέσεις εκπροσώπησης στην περίοδο 1974-1985.» Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Μητσοπούλου, Αναστασία. 2014. Ο ελληνικός αντικομμουνισμός στον «σύντομο 20ό αιώνα». Αθήνα-Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Μπριλλάκης, Αντώνης. 1980. Το Ελληνικό Κομμουνιστικό Κίνημα. Ιστορική διαδρομή-Κρίση-Προοπτικές. Αθήνα: Εξάντας.

Νούτσος, Παναγιώτης. 1992. Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 έως το 1974. Τόμος Β’, Β΄μέρος: «Από το ΣΕΚΕ στο ΚΚΕ». Αθήνα: Γνώση.

Νούτσος, Παναγιώτης. 1994. Η Σοσιαλιστική Σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 έως το 1974. Τόμος Δ’. Αθήνα: Γνώση.

Παπακωνσταντίνου, Θεοφύλακτος, Φ. 1952. Aνατομία της Επαναστάσεως. Aθήνα: έκδοση του ιδίου.

 Ρούσος, Πέτρος. 1967. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η Ελλάδα. χ.τ.έ: Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις.

Σεφεριάδης, Σεραφείμ. 2017. Το κόκκινο νήμα μιας δεκαετίας. Αθήνα: Τόπος.

Σολάρο, Αντόνιο. 1975. Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αθήνα: Πλειάς.

Tσουκαλάς Kωνσταντίνος. 1984. «H ιδεολογική επίδραση του εμφυλίου πολέμου». Στο Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα Έθνος σε Κρίση επιμ. Γιάννης Ιατρίδης. Αθήνα: Θεμέλιο, 561-94. Aναδημοσίευση στο Τσουκαλάς. 1986. Kράτος, Κοινωνία, Εργασία στη Μεταπολεμική Eλλάδα. Aθήνα: Θεμέλιο, 17-52.

Vlavianos, Haris. 1992. Greece, 1941–49: From Resistance to Civil War: The Strategy of the Greek Communist Party. London: Palgrave Macmillan.

Ψύλλας, Δημήτρης. 1996. «Πρόβλημα Αντικομμουνιστικής Βίας στην Ελλάδα. Σύγκριση δύο περιόδων: 1956-1963 και 1974-1981.» Διδακτορική διατριβή. Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Ψύλλας, Δημήτρης. 2008. «Μεταπολίτευση και Αποκλιμάκωση του Αντικομμουνισμού, (1974-1989).» Το Βήμα των Κοινωνικών Επιστημών 52 (Καλοκαίρι), 5-25.